Η Ζέα ή ζειά (Triticum dicoccum ή Emmer
wheat στα αγγλικά) είναι ένα από τα αρχαιότερα δημητριακά που είναι
γνωστά στον άνθρωπο. Δείγματά του έχουν βρεθεί σε ανασκαφές προϊστορικών
οικισμών σε όλο τον ελλαδικό χώρο με παλαιότερο αυτό της Μικράς Ασίας
που χρονολογείται 12.000 χρόνια π.χ. Ήταν ένα από τα πρώτα δημητριακά
που "εξημέρωσε" ο άνθρωπος και βασικό καλλιεργήσιμο είδος της
πρώιμης
γεωργίας της Εύφορης Ημισελήνου (Fertile Crescent), δηλαδή της
Παλαιστίνης, της Συρίας, του Ευφράτη και του Τίγρη ως τον Περσικό κόλπο.
Δείγματα της εκμετάλλευσης του που χρονολογούνται 10.000 χρόνια πριν,
έχουν βρεθεί και στην Βόρεια Αφρική.
Ο Όμηρος αναφέρεται στην καλλιέργεια της ζέας στην Λακωνική πεδιάδα
«πυροί τε ζειαί τʼ ήδ΄ ευρυφανές κρί λευκόν»
«πυροί τε ζειαί τʼ ήδ΄ ευρυφανές κρί λευκόν»
Δέσποζε μέχρι τις αρχές των ιστορικών
χρόνων μεταξύ των δημητριακών. Με το πέρασμα του χρόνου επιλέχθηκαν πιο
αποδοτικές και πιο εύκολες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το σιτάρι και
το ρύζι. Έτσι η καλλιέργεια της Ζέας είχε σχεδόν εξαφανισθεί. Προς τό
τέλος του 1928 ό «Εθνάρχης» μας Βενιζέλος, προφανώς μετά άπό κάποια
εντολή, έκήρυξε τόν πόλεμο κατά της Ζειάς και εντός 4 ετών δεν υπήρχε
εις την Ελλάδα ούτε ένα σπυρί Ζειάς γιά σπόρο. Είπαν εις τόν λαό ότι ή
Ζειά είναι ζωοτροφή, δι' αυτό τά λεξικά την γράφουν έκτοτε ζωοτροφή και
ότι είναι βλαβερή στην υγεία. Αυτό τό πρόβαλαν έντονα τά ΜΜΕ καί σέ 4
χρόνια έξηφανίσθη η Ζειά. Όλοι οί Έλληνες εγκατέλειψαν τήν Ζειά μόνον
ένας άπό όλους κράτησε σπόρο Ζειάς. Έτσι μέχρι το 1932 κατηργήθη τελείως
η καλλιέργεια της Ζιάς στήν Ελλάδα και ακολούθησε η καλλιέργεια τού
μεταλλαγμένου σίτου!
Ενδιαφέρον αποτελούν τα εξής:
1) Ό Μέγας Αλέξανδρος έτρεφε την στρατιά του μόνο μέ Ζειά, διά νά είναι οι άνδρες του υγιείς και πνευματικά ανεπτυγμένοι.
2) Η πόλη των Αθηνών ονομαζόταν και
ζείδωρος, διότι επί του εδάφους της καλλιεργείτο εκτός από την ελαία και
το δημητριακό ζειά. Το ζειά με το ζήτα δηλώνει την ζωή με το έψιλον
γιώτα την μακρά πορεία και με το άλφα που είναι το πρώτο στοιχείο το
άριστον την παρουσία του Αιθέρα (το στοιχείο που βρίσκεται παντού και
δομεί τα πάντα είναι ο Αιθέρας), άρα ζειά σημαίνει μακροζωία.
Χαρακτηριστική απόδειξη ότι η μαρίνα του Πειραιά αποκαλείται μέχρι και
σήμερα Ζέα!
3) Αυτό πού κρατά η Θεά Δήμητρα στά αγάλματα καί γλυπτά – προς λάθος πολλών – δεν είναι στάχια σιταριού αλλά Ζέας.
Πως φτάσαμε ως εδώ όμως; Όμάδα
επιστημόνων έφθασε εις τήν Θεσσαλονίκην, όπου εύρισκες τότε ανθρώπους
άπό όλες τις φυλές. Ήρεύνησε προσεκτικά και έδημοσίευσε τό 1922...τό
πρώτο σύγγραμμα διά τις ομάδες αίματος και τις ιδιαιτερότητες εκάστης.
Οί Έλληνες είναι κατά πλειοψηφία «0″ ομάδος και οί υπόλοιποι «Α»
ομάδος, οί Χάζαροι είναι «Β» ομάδος κ.λπ.
Αρχές του 1923 στέλνουν εις τήν
Θεσσαλονίκη ένα ζευγάρι ιατρών διά νά εξετάσει τήνδιατροφήν τών Ελλήνων,
επηρεασμένη άπό τόν Ιπποκράτη, ό όποιος έλεγε εις τους
ασθενείς»φάρμακο σου είναι ή τροφή σου». Άρα αυτοί έσκέφθησαν, έχει
καθιερώσει εις τόν Έλληνα υγιεινή διατροφή, ποια είναι όμως ή βασική
τροφή; Οί ερευνηταί κατέληξαν, σύντομα, ότι βασική τροφή τών Ελλήνων
είναι τό ψωμί.
Τό ψωμί όμως τών Ελλήνων ήταν από Ζειά
και όχι άπό σιτάρι. Είς τά χημικά εργαστήρια συνέκριναν γρήγορα αλεύρι
άπό Ζειά και Σιτάρι καί μέχρι τό 1926 διαπιστώνουν ότι: Είς τόν εγκέφαλο
του ανθρώπου υπάρχει ένας αδένας μεγέθους διδράχμου τόν όποιον ονόμασαν
«Αμυγδαλή» ή «Αμύγδαλα». Αυτός ό άδήν δημιουργεί τήν μνήμην καί τήν
φαντασίαν είς τους ανθρώπους με 300 διαφορετικές πρωτεΐνες (Αμινοξέα).
Αυτές οί πρωτεΐνες διά νά συνδεθούν μεταξύ των καί νά δημιουργήσουν τά
συμπλέγματα της μνήμης καί νά διατηρηθούν αυτά είς τόν χρόνον,
χρειάζονται μίαν δύναμιν, μίαν κόλλα, διά νά κολλήσουν (λεπτομέρειες
περί μνήμης είς τό «Αφύπνισις»). Αυτήν τήν κόλλα τήν προσφέρουν οί
τροφές μας καί τήν ονομάζουμε πρωτεΐνη στηρίξεως, πού σημαίνει
συγκόλλησις καί σταθεροποίησις τής μνήμης.
Τό ψωμί πού τρώμε από τό Σιτάρι έχει
τελείως διαφορετικές πρωτεΐνες στηρίξεως άπό τό ψωμί άπό τη Ζειά. Εδώ
ακριβώς έγκειται καί ή διαφορά τους. Είς τό Σιτάρι υπάρχει άφθονη ή
γλουτένη. Ή γλουτένη είναι μία ισχυρή κόλλα καί χρησιμοποιείται ώς
φυσική κόλλα ύπό τών ανθρώπων στην καθημερινή ζωή των. Ή γλουτένη όμως
ώς πρωτείνη – στηρίξεως- (συγκόλλησις) τών πρωτεϊνών του εγκεφάλου διά
τήν δημιουργίαν τής μνήμης είναι καλή μέν, διότι δημιουργεί ίσχυράν
μνήμην, αλλά περιορισμένην, διότι συγκολλά περισσότερες πρωτεΐνες των
απαιτουμένων και περιορίζει τό απόθεμα αυτών. Αποτέλεσμα είναι να
περιορίζει την μνήμην εις πολύ λίγες εικόνες. Έτσι καταστρέφει τήν
φαντασίαν και τό δημιουργικό πνεύμα.
Οι πρόγονοι μας λοιπόν γνώριζαν τις σπουδαίες ιδιότητες του. Οι Ρωμαίοι το χρησιμοποιούσαν σαν τροφή εκστρατείας.
Η επιστήμη το έχει ανακαλύψει ξανά μετά
από έρευνες σαν δημητριακό που περιέχει 40% μαγνήσιο επιπλέον των άλλων
δημητριακών. Η ζέα είναι σημαντική όχι μόνο για τις ίνες και τα μέταλλα
που περιέχει αλλά κυρίως για το μαγνήσιο που ενεργοποιεί τις ενζυματικές
διαδικασίες του μεταβολισμού. Αποκαλείται μαγνήτης της Ζωής. Το ποσοστό
του αμινοξέος λυσίνη που περιέχει είναι το συστατικό των πρωτεϊνών που
αυξάνει την πεπτικότητα τους ( δημητριακά ζέας).
Για χιλιάδες χρόνια παρέμενε το κυριότερο δημητριακό της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Μετέπειτα αντικαταστάθηκε από το Triticum turgidum (Durum) το οποίο πιθανά να δημιουργήθηκε από το Triticum dicoccum με μετάλλαξη. Οι αγρότες προτίμησαν το νέο αυτό δημητριακό λόγο του ότι ο σπόρος αποχωριζόταν από το φλοιό με μεγαλύτερη ευκολία. Το δημητριακό Triticum dicoccum ή αλλιώς Emmer ή aja όπως ονομάζεται στην Αφρική, έφτασε στην Αιθιοπία πριν από 5.000 ή και περισσότερα χρόνια και έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας. (Έχει επιζήσει επίσεις σε μικρής κλίμακας παραγωγή και στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία, Ινδία, Τουρκία, Γερμανία (Βαυαρία), Γαλλία και αλλού (σύμφωνα με τον J. Harlan)).
O Θεόφραστος τον 4ο αι. π.Χ, διακρίνει την ζειά σαφώς από την όλυρα (ασπρόσιτος) χαρακτηριζοντάς ως το πλέον αποδοτικότερο από όλα τα είδη των δημητριακών.
Η θρεπτική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η ετυμολογία της λέξης "ζείδωρος" (αυτός που δωρίζει ζωή) προέρχεται από αυτό το δημητριακό.
Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό από τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται από τη χρησιμοποιησή του σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους. Ο γιατρός Γαληνός (2ος αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα(ασπρόσιτο) ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων: η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν "κρίμνον", και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν "πολτός" (χυλός).
Οι έρευνες αυτές έδειξαν ότι η Ζέα περιέχει 40% περισσότερο μαγνήσιο από τα άλλα δημητριακά. Το μαγνήσιο επιπλέον ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού. Περιέχει δε υψηλά ποσοστά του αμινοξέος λυσίνη. Τα δημητριακά Ζέας συμβάλλουν στη διατήρηση ενός φυσιολογικού σωματικού βάρους. Είναι πλούσια σε υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη. Αυτό σημαίνει ότι απορροφώνται αργά και απελευθερώνουν μικρή ποσότητα γλυκόζης στο αίμα.
Ετσι, μαζί με τις φυτικές ίνες, αυξάνουν το αίσθημα του κορεσμού και διατηρούν το αίσθημα της πληρότητας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ρυθμίζουν καλύτερα τη γλυκόζη στο αίμα, με αποτέλεσμα να αποτελούν όπλο στην πρόληψη αλλά και αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη.
Στις μέρες μας, καλλιεργείται σε κάποιες
χώρες και είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ιταλία (farro) και στη
Γερμανία (emmer). Τα ζυμαρικά απο Ζέα μπορεί να τα αναζητήσει κανείς στα
καταστήματα βιολογικών προϊόντων.