Από την συνάντηση Αύγουστο του 1974 για το Κυπριακό στην Γενεύη, μέχρι την Γενεύη του 2011, έχουν μεσολαβήσει 37 χρόνια. Εάν μια πολιτική κρίνεται από το αποτέλεσμά της, σημαίνει ότι ο διαχρονικός στόχος της Ε/κ πλευράς για μια αποδεκτή λύση δεν πέτυχε, χωρίς να ξέρουμε με βεβαιότητα, κατά πόσον θα ήμασταν σε καλύτερη ή χειρότερη θέση αν γίνονταν άλλες επιλογές. Αναπόφευκτα και με δεδομένη την ως τώρα αποτυχία, μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για το που θα ήμασταν εάν ακολουθούσαμε άλλη πολιτική. Μια σύγκριση όμως με βάση πραγματικότητες ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, φανερώνει το μέγεθος της αποτυχίας. Και οι ευθύνες είναι ασυγχώρητες...
Μετά την Γενεύη του 1974, ακολούθησε ο 2ος Αττίλας ο οποίος μετέτρεψε το κυπριακό κράτος σε χάος. Με ορθάνοιχτες τις πληγές που προκάλεσε η τουρκική βαρβαρότητα, χωρίς πολιτικά ερείσματα διεθνώς, με ελάχιστες πρεσβείες και διπλωματία, με ξεχαρβαλωμένη άμυνα, με καταστραμμένη οικονομία, με μεγάλο ποσοστό ενεργού πληθυσμού χωρίς εργασία, με υποστελεχωμένες κρατικές δομές, ήταν εντούτοις τότε που κερδίζαμε στην διεθνή σκηνή ερείσματα και υποστήριξη. Παρά τις απίστευτες αντιξοότητες και κινδύνους, χτίσαμε κράτος, οργανώσαμε διπλωματία, στήσαμε στοιχειωδώς αποτρεπτική άμυνα, αποκτήσαμε διεθνώς ερείσματα και για δεκαετίες, παρά τα τετελεσμένα της εισβολής και κατοχής επί του εδάφους με ψευδοκράτος και έποικους, κερδίζαμε σε καθαρά νομικό και πολιτικό επίπεδο με καταδίκη των παραγώγων της κατοχής. Η αγωνιστικότητα μας ξεκινούσε με βάση το πεντακάθαρο δίκαιό μας, πράγμα εμπεδωμένο και διάχυτο σ΄ όλη την κοινωνία, στην ηγεσία, στα κόμματα, στην παιδεία, στον στρατό. Σε αντίθεση, ενώ σήμερα σε όλες τις παραμέτρους ξεχωριστά υπήρξαν δυνατότητες βελτίωσης, στο συνολικό επίπεδο της αντιπαλότητας με την Τουρκία χάνουμε.
Το 2004, αρκετά χρόνια μετά το 1974, καταφέραμε να καταστούμε πλήρες μέλος της Ε.Ε. Έκτοτε λοιπόν, η Κυπριακή Δημοκρατία που αναμφισβήτητα ενδυναμώθηκε σε ΟΛΕΣ τις πιο πάνω συνιστώσες (ΟΛΕΣ), απέκτησε ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Μόνο που τα τελευταία χρόνια υπάρχει ανατροπή. Τώρα, που φωνάζουμε ότι «θέλουμε λύση», που δηλώνουμε την «συνενοχή μας για τα εγκλήματα» και την «συνυπευθυνότητα μας για την κατάσταση», τώρα που υποβάλαμε «γενναίες προσφορές» μέχρι και για «νέο συνεταιρισμό δύο συνιστώντων states»…, τώρα είναι που προκύπτουν οι πιο αρνητικές εξελίξεις! Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και το ερώτημα αδυσώπητο: Πως οδήγησαν έναν λαό, που το 1974 έμεινε πολιτικά απογυμνωμένος, οικονομικά καταστραμμένος, κοινωνικά εξαθλιωμένος και αμυντικά διαλυμένος και που βελτίωσε συγκριτικά την θέση του μπροστά στο συντριπτικό ανισοζύγιο έναντι της Τουρκίας, ενώ σήμερα, με κάθε μια παράμετρο ξεχωριστά βελτιωμένη σε σύγκριση με το 1974, να του φορτώνονται υποχωρήσεις και βαρίδια;
Την όποια πολιτική στο κυπριακό, πολιτικά πρόσωπα την αντιλαμβάνονται, την σχεδιάζουν και την εκτελούν. Και φυσικά, την προσαρμόζουν με βάση τις εκάστοτε εξελίξεις. Για την πολιτική των τελευταίων τριών χρόνων, υπάρχει η γενική διαπίστωση ότι (α) διαφοροποιήθηκε στο Κυπριακό από προηγουμένως και (β) ταυτοχρόνως, είδαμε σημαντικά ερείσματα και θέσεις της πλευράς μας να ανατρέπονται. Σημειώνεται ότι, η πολιτική του Προεδρικού είχε για τρία σχεδόν χρόνια αμέριστο συμπαραστάτη τον Ν. Αναστασιάδη (ΔΗΣΥ). Και δεν γίνεται οι πολιτικοί που την οργάνωσαν και την στήριξαν να είναι πετυχημένοι αλλά η πολιτική να είναι αποτυχημένη.
Δυνατότητα για άλλην πολιτική υπήρχε με βάση την αξιοποίηση της Ε.Ε. και την στρατηγική ανάγκη της Τουρκίας για ένταξη. Αλλά, επιτρέψαμε στην Τουρκία να προχωρήσει τις ενταξιακές της, χωρίς να δώσει το παραμικρό. Με την υφιστάμενη πολιτική, αν προκύψει τελμάτωση των ενταξιακών της Τουρκίας, το κυπριακό θα έχει ήδη επιδεινωθεί πολύ περισσότερο εις βάρος μας ώστε η όποια λύση θα είναι δυσμενέστερη για μας. Αυτό συνιστά το μέγεθος της αποτυχίας μας. Η δε εξεύρεση ενεργειακού πλούτου μπορεί να εξελιχθεί σε ευλογία ή σε κατάρα αφού εξαρτάται από την πολιτική που θα ακολουθηθεί.
Κώστας Μαυρίδης