Η επίτευξη ενός στόχου δεν ανήκει απαραίτητα μόνο
σ’ ένα πλαίσιο. Και μάλιστα όταν ο στόχος είναι πολύπλοκος, η μέθοδος
δεν πρέπει να είναι μονόπλευρη στο γνωστικό επίπεδο. Κάθε συνοριακή
πλευρά πρέπει να αξιοποιηθεί για την επίλυση του συγκεκριμένου
προβλήματος άσχετα αν επιφανειακά δεν φαίνεται άμεσα η συμβολή της.
Όσο αυτή η μέθοδος μπορεί ν’ εφαρμοστεί σ’ ένα
ενεργητικό σχέδιο, τόσο μπορεί να ερμηνευτεί σ’ ένα παθητικό. Δηλαδή,
ακόμα κι αν δεν έχουμε την πρωτοβουλία όταν δεχόμαστε μια επίθεση,
μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα εσωτερικά ελαττώματα μιας αντίθετης
πολιτικής. Διότι μόνο με τη σωστή χρήση ελαττωματικών λεπτομερειών
μπορούμε σε μια μεταγενέστερη φάση ν’ αναπτύξουμε μια οργανωμένη και
ισχυρή αντεπίθεση σ’ έναν γεωστρατηγικό προβληματισμό.
Η συνέπεια μιας κυριαρχίας ενός πολιτικού
συστήματος είναι ο αναγκαίος πολλαπλασιασμός των στόχων του. Η μεγέθυνση
του μεταφορικού μαχητικού πεδίου αναγκάζει τη διασκόρπιση των δυνάμεων
και την ενίσχυση των επικοινωνιακών μέσων. Και η εξάπλωση ενός δόγματος
δεν γίνεται δίχως μια τοπική στήριξη. Έτσι, η ανάπτυξη ενός κοινού
στόχου δημιουργεί ένα σύνολο μικρών στόχων που δεν είναι αναγκαστικά
καλά δομημένο ως ομάδα. Η ίδια η μαζικοποίηση του στόχου έχει τοπικές
συνέπειες που μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε σημεία αναφοράς μιας
εύστοχης αντεπίθεσης.
Στρατηγικά, το να μην δώσεις μια μάχη, είναι κάποτε από μόνο του μια νίκη (αν έτσι κερδίσεις τον πόλεμο).
Διότι το πεδίο μάχης παραμένει νοητικό και δεν έχει πρακτικές αρνητικές
επιπτώσεις. Μια από τις πιο γνωστές στρατηγικές που ακολουθεί αυτό το
σύστημα είναι η αποτροπή. Στην περίπτωση όμως που η πρωτοβουλία ανήκει
στον άλλον, πρέπει να υιοθετήσουμε ένα ισχυρό σύστημα μόνωσης το οποίο
επιτρέπει μια θετική απομόνωση.
Ένα από αυτά τα συστήματα είναι οι πολλαπλές κι
ανεξάρτητες επαφές που αναγκάζουν τον άλλο σε δαπάνες ενίσχυσης της
επίθεσής του και δημιουργούν ένα χρονικό κόστος. Διότι μια μακρόχρονη
επίθεση είναι πάντα ωφέλιμη στην άμυνα. Όμως, η δημιουργία πολλαπλών
επαφών είναι εφικτή μόνο με τη συνειδητοποίηση της ολικής κατάστασης. Η
γνώση των δυνάμεων πρέπει κι αυτή να είναι πολύπλευρη διότι η μάχη
ανήκει πάντα σ’ έναν πόλεμο.
Κάθε στρατηγικό στοιχείο ζει σ’ ένα πολεμολογικό
πλαίσιο. Ακόμα κι αυτή η ολική γνώση δεν είναι παρά η χρονική περίοδος
εντόπισης ενός νέου στόχου. Για να βρούμε τα τοπικά στοιχεία της
αντεπίθεσης, πρέπει ν’ αναλύσουμε ολιστικά και συνοπτικά την επίθεση.
Η πραγματική εφαρμογή αυτής της μεθόδου είναι
εφικτή μόνο αν υπάρξει εκ των προτέρων μια στρατηγική σκέψη ικανή να
προβλέψει μελλοντικές κινήσεις του αντιπάλου. Σπανίως όμως ένα σύστημα
που μπορεί να είναι πολιτικό, διπλωματικό ή στρατηγικό χρησιμοποιεί τον
πολύτιμο χρόνο του για να ερευνήσει πραγματικά και αποφασιστικά αυτήν
την ανάγκη.
Το σύστημα ζει σε μια αντανακλαστική καθημερινότητα. Προσπαθεί ν’ απαντήσει σε κάθε ερώτημα. Ενώ για ν’ απαντήσεις όντως σε κάθε ερώτημα, πρέπει να προβλέψεις τις ερωτήσεις κι όχι τις απαντήσεις.
Μπορεί η καλύτερη άμυνα να είναι η επίθεση. Ποια είναι όμως η καλύτερη επίθεση; Σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει ν’ απαντήσει η στρατηγική.
Κι αυτό το κείμενο έχει μόνο και μόνο αυτό το
αντικείμενο. Η αβεβαιότητα της διεθνούς κατάστασης μπορεί να προκαλεί
σύγχυση στη σκέψη των πολιτών μας, όχι όμως σ’ αυτούς που θεωρούν ότι η
καλύτερη επίθεση, προπαντός όταν τα γεωστρατηγικά δεδομένα είναι
κρίσιμα, παραμένει η αντεπίθεση.
Νίκος Λυγερός