Οι κυπριακές
Αρχές έχοντας υπόψη τα ζητήματα σταθερότητας στην χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά
και τη διαδικασία αναδιάρθρωσης των τραπεζών, δεσμεύτηκαν να μην προχωρήσουν
στη λήψη οποιονδήποτε μέτρων τα οποία θα παρεμβαίνουν στη ρύθμιση των ορίων
δανεισμού. Συγκεκριμένα δεν θα εισαχθούν ανώτατα όρια στα επιτόκια δανεισμού.
Αυτό αναφέρει η
παράγραφος 1.18 του επικαιροποιημένου μνημονίου η οποία θέτει και το
χρονοδιάγραμμα των επόμενων βημάτων σε σχέση με το χειρισμό των μη
εξυπηρετούμενων δανείων.
Αρχίζοντας από
το τέλος Νοεμβρίου, η Κεντρική σε συνεννόηση με τους διεθνείς δανειστές και τον
ESM θα δώσει στις τράπεζες συγκεκριμένους
δείκτες απόδοσης ώστε να καταγραφούν με ακρίβεια και η διαδικασία αναδιάρθρωσης
προβληματικών δανείων και η γενικότερη διαχείρισή τους. Ανάμεσα στους δείκτες
αναμένεται να είναι: α. ο αριθμός των δανείων που έτυχαν αναδιάρθρωσης, β.
εισπράξεις σε σχέση με δάνεια.
Επίσης, μέχρι
το τέλος του μήνας η Κεντρική θα εκδώσει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με
τον Κώδικα Επικοινωνίας ώστε να αυξηθεί η ενημέρωση του κοινού και να
βελτιστοποιηθεί η εφαρμογή του.
Μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2013, οι Αρχές, με εξωτερική βοήθεια, θα πρέπει να εντοπίσουν και να διορθώσουν εμπόδια που σχετίζονται με την αναδιάρθρωση του χρέους ιδιωτών. Σε αυτά τα πλαίσια, μέχρι το τέλος Ιανουαρίου θα πρέπει να περάσει και η νομοθεσία για δημιουργία του θεσμού του Επιτρόπου Διαμεσολάβησης ώστε να επιτυγχάνονται δίκαιες αναδιαρθρώσεις.
Μέχρι το τέλος
Ιανουαρίου 2014 η τρόικα αναμένει επίσης από τις τράπεζες να υποβάλουν τις
αναθεωρημένες στρατηγικές για το πώς θα αντιμετωπίσουν μικρούς και μεγάλους
δανειστές αλλά και πως θα τις εφαρμόσουν εσωτερικά.
Δύο μήνες
αργότερα, η Κεντρική με εξωτερική βοήθεια, θα ελέγξει την επιχειρησιακή
ικανότητα των τραπεζών να εφαρμόσουν αυτές τις στρατηγικές (Loan Workout Units) στην πράξη. Στα τέλη Μαΐου 2014, η
Κεντρική θα ελέγξει εκ νέου κατά πόσο οι τράπεζες εφαρμόζουν σωστά τον Κώδικα
Επικοινωνίας.
Τέλος, μέχρι το
τέλος Ιουνίου 2014, η Κεντρική και πάλι με εξωτερική βοήθεια θα εξετάσει την
πολιτική και τις πρακτικές των τραπεζών σε σχέση με τη διαχείριση των δανείων
σε καθυστέρηση. Η συγκεκριμένη επανεξέταση θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για
περαιτέρω εισηγήσεις σε θέματα πολιτικής όσον αφορά τη διαχείριση δανείων σε
καθυστέρηση.