Επιτέλους βρέθηκε κάποιος να πει τα
πράγματα με αριθμούς και με το όνομά τους, για το πόσο εγκληματική
οργάνωση είναι η Κομμουνιστική, πόσα εκατομμύρια ανθρώπους δολοφόνησε
στεγνά και σαδιστικά στο όνομα μιας νεκρής ιδεολογίας, μένει τώρα να
αποδειχτούν οι διανοούμενοι το λάθος τους. Καλά !!! αυτό το τελευταίο
μπορεί να γίνει αφού ο ήλιος βγει απ’ την Δύση.
Η σχέση της μαρξικής άνευ θεού θρησκείας με την ελευθερία δεν χρήζει εξηγήσεως ή αναλύσεως. Εξηγήθηκε και αναλύθηκε για διάστημα μεγαλύτερο των 70 ετών σε μια απέραντη φυλακή με εκατοντάδες εκατομμύρια κρατουμένους, που αποκαλείτο από τους κομισάριους-δεσμοφύλακες «σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες». Τα αποτελέσματα του πολυετούς εγκλεισμού λαών σε αυτό το κολαστήριο τα είδαμε και τα κύματα από τα απόνερα της σύστασης και της διάλυσης αυτής της φρικτής κατασκευής δεν έχουν καταλαγιάσει ακόμα.
Κάθε τι που εξυπηρετεί την επιβίωση, την ανάπτυξη και την γιγάντωση της κοσμικής θρησκείας του κομμουνισμού είναι ανεκτό, «ελεύθερο», «δημοκρατικό» και «προοδευτικό». Το αυτό ισχύει και για τα υπόγεια της KGB, της Στάζι, της Σιγκουρίμι και της Σεκιουριτάτε, όπου – κατά το δόγμα των εναπομεινάντων κομμουνιστών – ανθούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ευωδίαζε η προστασία της «επανάστασης» από τους αντιφρονούντες, οι οποίοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις χαρακτηρίζονταν «πράκτορες» και «συνωμότες».
Παρόλο που σε παγκόσμιο επίπεδο το κομμουνιστικό τοξικό νέφος διαλύθηκε δίχως καν να χρειαστεί να φυσήξει άνεμος πολέμου, στην παράξενη πατρίδα μας η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς δεν αμφισβητήθηκε ούτε για ένα εικοσιτετράωρο! Η σοσιαλδημοκρατία και η Δεξιά κυβέρνησαν, αλλά δεν εξουσίασαν, αφού η έννοια της εξουσίας δεν ταυτίζεται τόσο με το υλικό πεδίο, αλλά με την κυριαρχία επί του πνεύματος και την δυνατότητα απονομής των χαρακτηρισμών «καλό» και «κακό» σε πρόσωπα, καταστάσεις και δομές.
Το ΚΚΕ ήταν το μητρικό πλοίο που μετέφερε τις ψευδαισθήσεις της αταξικής κοινωνίας, αλλά έκρυβε στα αμπάρια του τους σκελετούς της υπονόμευσης της Μικρασιατικής εκστρατείας, τα αποτρόπαια εγκλήματα των Δεκεμβριανών, την απόφαση της 5ης Ολομέλειας για «την πλήρη εθνική αποκατάσταση» του «μακεδονικού λαού» κ.α. Ωστόσο, παρά την παγίωση των ποσοστών του σταλινικού κόμματος και την φθίνουσα πορεία του, οι αλληλοδιάδοχες μεταλλάξεις του ουδέποτε διαφοροποιήθηκαν σαφώς από τα ιστορικά αποθέματα παραφροσύνης και ανθελληνισμού που στιγμάτισαν την αιματηρή πορεία αυτής της σύναξης. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Άρης Βελουχιώτης, η ΟΠΛΑ, και όλα τα υπόλοιπα ονόματα και ακροστιχίδες που ταυτίστηκαν με τον φόνο, αποτελούν περίβλεπτα κειμήλια για το σύνολο της ντόπιας Αριστεράς.
Ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (02.01.98) με τίτλο «Απωθημένη αυτογνωσία» με αφορμή την έκδοση της Μαύρης Βίβλου στη Γαλλία ταυτόχρονα με την έκδοση πλείστων βιογραφιών του Βελουχιώτη στην Ελλάδα, προβληματιζόμενος για την έλλειψη εμπεριστατωμένων ιστορικών αναφορών σχετικά με τον συμμοριτοπόλεμο και την μετεμφυλιακή Ελλάδα μέχρι την μεταπολίτευση, γράφει μεταξύ άλλων: «Ας μην κατηγορούμε, λοιπόν, τους σημερινούς εικοσάρηδες ή τριαντάρηδες, όταν διάφοροι περισπούδαστοι ρεπόρτερ τούς σταματούν στον δρόμο, για να τους ανακρίνουν και να διαπιστώσουν ότι δεν ξέρουν τι τους γίνεται και ότι γι’ αυτούς η 21η Απριλίου, ο Δεκέμβρης του ’44 και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας ανήκουν πάνω – κάτω στην ίδια περιοχή του κόσμου. Ας μην τους κατηγορούμε, όταν εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να παράσχουμε εις εαυτούς την στοιχειώδη γνώση της Ιστορίας, που λίγο ως πολύ έχουμε ζήσει, όταν εμείς οι ίδιοι προτιμούμε την ασφάλεια της συγκατάβασης και τη θαλπωρή των επετειακών λόγων από τη δίνη και την αμφισβήτηση του ιστορικού λόγου».
Το βιβλίο αυτό είναι πολύ επίκαιρο γιατί καταγράφει το πώς ένα σύστημα εκμεταλλεύεται τα οράματα για μια καλύτερη κοινωνία που όλοι εποφθαλμιούμε, πατώντας πάνω στην ευθυνοφοβία και τον φόβο για ελευθερία του μέσου ανθρώπου. Για τον κομμουνισμό «ήταν πάντοτε εκείνοι που αποφάσιζαν» (σ. 52) και αυτό κάτι μας θυμίζει. Ίσως όμως είναι και ένα καλό ερέθισμα, μήπως και κάποιος ευλογημένος ακαδημαϊκός σ’ αυτόν τον τόπο, αποφασίσει να κοιτάξει την ιστορία κατάματα και ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος τολμήσει να αντέξει το βάρος και τις πιέσεις των δεσμοφυλάκων του πνεύματος και των λοιπών αστυνόμων της ιδεολογίας. Για την ώρα βέβαια αυτό το τελευταίο αποτελεί όνειρο λευκής νυκτός …
Προ ενός έτους είδαμε στις εφημερίδες να διαπομπεύεται ένας διάσημος ιστορικός, ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ. Αιτία, ο αναθεωρητισμός αναφορικά στον αριθμό των Εβραίων – θυμάτων του 3ου Ράιχ. Ο Ίρβινγκ, μεταξύ άλλων δεν συμφωνούσε στην ποσότητα και την κατ’ αυτόν μεγαλοποίηση των αριθμών απέδιδε στον εβραϊκό δάκτυλο και δόλο, θεωρώντας ότι η παγκόσμια εβραϊκή κοινότητα εμπορευματοποιούσε τα θύματά της με σκοπό την αποκόμιση οικονομικών αλλά πολύ περισσότερο πολιτικών οφελών. Ο ίδιος εσύρθη σε έναν εξοντωτικό για την υπόληψη αλλά και την περιουσία του δικαστικό αγώνα.
Όποιος σκοτώσει 10 είναι εξίσου εγκληματίας με εκείνον που θα σκοτώσει 20 ανθρώπους. Η όποια διαφορά δε στο μέγεθος της αποστροφής που προκαλεί ο ένας και ο άλλος μειώνεται στο απειροελάχιστο, όταν ομιλούμε πλέον για εκατομμύρια θυμάτων. Αυτοί λοιπόν που θορυβούνται από το γεγονός ότι εγράφη βιβλίο-απολογισμός αναφερόμενο στα αδιαμφισβήτητα εγκλήματα του Κομμουνισμού και αρκούνται στο μέτρημα πτωμάτων δεν δικαιούνται τύχη ανάλογη με αυτήν του Ίρβινγκ;
Είχαμε ήδη ανατριχιάσει με ορισμένα δημοσιεύματα όπως του Μιχάλη Μητσού στην εφημερίδα «Τα Νέα» (Ιανουάριος 1998). Ο δημοσιογράφος υιοθετούσε άποψη γάλλου ιστορικού, που αφορά στην σύγκριση του Κομμουνισμού με τον Ναζισμό. Ακούσατε ακούσατε: «Τα ναζιστικά στρατόπεδα, όμως, δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο «σακί» με τα σοβιετικά γκουλάγκ. Τα πρώτα δημιουργήθηκαν με μοναδικό σκοπό να σκοτώνουν μέσω των θαλάμων αερίων και των φούρνων. Τα δεύτερα αποσκοπούσαν στην απομόνωση των κρατουμένων και στη χρησιμοποίησή τους ως εργατικής δύναμης». Για να επιτελούν το έργο τους ανενόχλητοι δηλαδή!!!
Ο «Ιός» βέβαια, [Ελευθεροτυπία] «διορατικός» ων, θεωρεί ότι το βιβλίο επιδιώκει την «δικαίωση του Ναζισμού». Επειδή ο συντονιστής της εκδόσεως, ιστορικός κ. Κουρτουά υιοθετεί κάποιες απόψεις του Γερμανού αναθεωρητού Νόλτε, καθίσταται και ο ίδιος αυτομάτως αναθεωρητικός. Περίεργο που δεν καθίσταται και Γερμανός. Δεν άντεξαν μάλιστα να μην διακρίνουν και τον Λεπέν, ως νοητό υδατογράφημα στις σελίδες του βιβλίου.
Για τον «Ιό», το να προσδοκείς την τουλάχιστον ίση ιστορική αντιμετώπιση κάποιου συστήματος που εφόνευσε άνω των 80 εκατομμυρίων ανθρώπων, με ένα άλλο – ήδη καταδικασθέν – στο οποίο κατελογίσθησαν 25 εκατομμύρια θάνατοι, σε καθιστά αυτομάτως υπερασπιστή του τελευταίου. Εμείς υπογραμμίζουμε τον απλό συλλογισμό του Jacques Julliard, στην σ.26 της εισαγωγής του Δ. Δημητράκου: «Για ποιο λόγο και ως προς τι, εγκληματίες που επικαλούνται το καλό είναι λιγότερο ένοχοι από εκείνους που επικαλούνται το κακό;» Απάντηση σε αυτό δεν περιμένουμε να λάβουμε, αν και το ερώτημα αφορά και την εγχώριο Αριστερά.
Η δε απαίτηση για καταδίκη του Κομμουνισμού, ως εγκληματικής ιδεολογίας, ταυτίζεται από τον «Ιό» κατά περίεργο τρόπο με την απαίτηση «για μια νέα δίκη της Νυρεμβέργης που -όπως ζητά εδώ και χρόνια ο Λεπέν- θα θέσει εκτός «κάθε νομιμότητας» όσους αμφισβητούν τον καπιταλισμό!» Όμως ο Λεπέν είχε ζητήσει την καταδίκη του Κομμουνισμού. Με την προπαγανδιστική αυτή μεθοδολογία θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να ερμηνεύσει τον κομμουνισμό και ως αμφισβητητή του Ναζισμού και να πει ότι ο Λεπέν είχε ζητήσει μία νέα δίκη της Νυρεμβέργης που θα θέσει εκτός κάθε νομιμότητος όσους αμφισβητούν τον Ναζισμό. Ρε τον Λεπέν τι είπε… Η προσπάθεια χειραγωγήσεως της κοινής γνώμης με τόσο άκομψο τρόπο, δεν μπορεί παρά να είναι ίδιον ανθρώπων που επί δεκαετίες υπερασπίζονταν κομμουνιστικά καθεστώτα σαν και αυτό του Χότζα στην Αλβανία και ως γνωστόν «η γριά μαϊμού δεν μαθαίνει καινούρια κόλπα», όπως είχε γράψει ο Γιώργος Κουλουμβάκης για τον «Ιό» σε παλαιότερο φύλλο μας. [Παναγιώτης Δούμας]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
H έκδοση στη Γαλλία της Mαύρης Bίβλου του Κομμουνισμού προκάλεσε, όπως είναι γνωστό, σάλο. Aκόμα και εκεί, ένα μεγάλο κομμάτι της προοδευτικής διανόησης καταδίκασε το έργο. Iσχυρίστηκε […] ότι οι ερευνητές που προχώρησαν στη σύνταξη αυτού του έργου ήταν φανατικοί αντίπαλοι της Aριστεράς· και όμως η προέλευση των περισσοτέρων είναι η ίδια με εκείνη των επικριτών τους. Iσχυρίστηκε ότι το τελικό άθροισμα των θυμάτων του κομμουνισμού περιλαμβάνει σε σημαντικό ποσοστό θύματα που ο θάνατός τους οφείλεται σε άλλα αίτια, όπως η πείνα που ακολούθησε την Oκτωβριανή Eπανάσταση· αλλά και αυτό δεν φαίνεται παρά κατά ένα τμήμα ακριβές: οι πολιτικές που οδηγούν στην πείνα δεν είναι ποτέ «θεόπεμπτες».
Tο εξακρίβωσαν όλοι αυτό και, πιο πρόσφατα, στη «σοσιαλιστική» Aιθιοπία του Mενγκίστου, στη Pουμανία του Tσαουσέσκου, στην Kορέα του Kιμ Iλ Σουνγκ. Iσχυρίστηκαν οι επικριτές της Mαύρης Bίβλου ότι το έργο έχει στόχο να εξισώσει ανιστόρητα και ανήθικα το «έργο» των ναζί και των φασιστών με τον απολογισμό της Oκτωβριανής Eπανάστασης […] Kαι όμως, παρά την αντιπαράθεση των αριθμών, αναγκαία ώς ένα σημείο για την κατανόηση των πραγμάτων και των γεγονότων, παρά τη σύγκριση των εξουσιών, ιδεολογική ταύτιση δεν γίνεται. Διότι το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: πώς ένα όραμα απελευθέρωσης του ανθρώπου και παγκόσμιας αδελφοσύνης οδήγησε, αμέσως μετά την Oκτωβριανή Eπανάσταση, σε ένα συγκεντρωτικό καθεστώς κρατικής παντοδυναμίας και κατατρομοκράτησης κάθε διαφορετικής πολιτικά ή εθνικά κοινότητας;
Θα προσθέσω το εξής: αν αυτό το ερώτημα δεν απασχολεί κάθε άνθρωπο, πώς είναι δυνατόν να υπάρξουν δημοκρατικές κοινωνίες; […] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Mαύρη Bίβλος θα προκαλέσει εδώ πιο πολύ από ό,τι αλλού. Tόσο το καλύτερο. Πρέπει επιτέλους, τώρα που έχουμε πια στέρεη δημοκρατία, χωρίς ξερονήσια και Aσφάλειες, που εμπόδιζαν ηθικά την αντιπαράθεση με τα τότε θύματα, να υπάρξει και στη χώρα μας ουσιαστική αποσταλινοποίηση, πράγμα που δεν αφορά μόνον την κομμουνιστική «Aριστερά» αλλά σαφώς και ένα μεγάλο τμήμα της ρωσόπληκτης κοινής γνώμης, που δεν «θυμάται» καν ότι η μεγάλη ποντιακή ελληνική κοινότητα της EΣΣΔ εξορίστηκε και αυτή συλλογικά από τη «λαϊκή προλεταριακή» εξουσία, κάτω από δραματικές συνθήκες. (Pιχάρδος Σωμερίτης – Aποσπάσματα από το επίμετρο της ελληνικής έκδοσης.)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η Νέμεση της ιστορίας
Είναι ασφαλώς ορθή η κρίση του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawm, σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός είναι το φαινόμενο που σημάδεψε τον 20ό αιώνα. Ασφαλώς, όμως, έχει δίκιο και ο Γάλλος ιστορικός Francois Furet, όταν γράφει ότι ο κομμουνισμός ήταν μια παρένθεση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, μια συλλογική χίμαιρα, «η ψευδαίσθηση της εποχής», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ.
Το κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε στην Ευρώπη. Καταδικάστηκε ιστορικά, με τα κριτήρια που το ίδιο όρισε στον εαυτό του: της πρακτικής του εφαρμογής και της επικράτησής του σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατάρρευσή του επιβεβαιώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη διάψευση της θεωρίας που τον στήριζε και αποδεικνύει τον χιμαιρικό του χαρακτήρα. Όμως, ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα λάθος, αλλά κάτι περισσότερο: ήταν ένα έγκλημα και μάλιστα γιγαντιαίων διαστάσεων.
Αυτό συμβαίνει διότι στην καρδιά του κομμουνισμού, ως συστήματος σκέψης και πράξης, βρίσκεται η βία. Όπως γράφει ο Merleau-Ponty, το θέμα της βίας είναι κεντρικό ζήτημα στον κομμουνισμό. Και πέρα από την άσκηση άμεσης φυσικής βίας, κάθε πράξη που γίνεται με πρόθεση να βλάψει τον άλλο περιλαμβάνεται στην έννοια της βίας: το ψέμα, η απάτη, η επιβολή ενός ανελεύθερου καθεστώτος.
Για καιρό, πολλοί διανοούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Merleau-Ponty, πίστεψαν ότι, παρά το τρομοκρατικό στοιχείο με το οποίο είναι συνυφασμένος ο κομμουνισμός, παρά τα εγκλήματα που έχει διαπράξει, το κίνημα αυτό ανταποκρίνεται στις «ανθρωπιστικές προθέσεις» που έχει, εφόσον «κύρια αποστολή του μαρξισμού είναι να αναζητήσει εκείνη τη μορφή της βίας που υπερβαίνει τον εαυτό της προς την κατεύθυνση του μέλλοντος της ανθρωπότητας».
Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό αποδεκτό σήμερα: όχι διότι χειροτέρεψε η πρακτική του κομμουνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά διότι η εμπειρία μας μας αναγκάζει να δεχθούμε το αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που υιοθετεί ο Merleau-Ponty, ότι δηλαδή, ο κομμουνισμός ήταν και είναι εγκληματικός, παρά τις διακηρυγμένες ανθρωπιστικές του προθέσεις οι οποίες είναι γενεσιουργές ψευδαισθήσεων σε πολλούς, ενδεχομένως καλοπροαίρετους ανθρώπους.
Αυτό είναι το μήνυμα της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού.
1. Έγκλημα και ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας
Το βασικό πρόβλημα που εξετάζει το βιβλίο είναι το έγκλημα ως αναγκαίο συνοδευτικό κάθε κομμουνιστικού καθεστώτος. Για ποιο λόγο η εφαρμογή του κομμουνισμού οδήγησε πάντα στην εγκαθίδρυση εγκληματικών καθεστώτων; Σε όλες τις περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε μικρές και μεγάλες χώρες, ανεπτυγμένες ή υπανάπτυκτες, η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος σήμανε το τέλος της κοινωνίας των πολιτών, την κατάργηση του πολιτικού πλουραλισμού, τη φίμωση κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής, τις μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Ποια είναι η αιτία γι αυτό;
Το ερώτημα αυτό που θέτει η Μαύρη Βίβλος είναι αμείλικτο και το ενδιαφέρον που προκάλεσε ήταν μεγάλο από την πρώτη στιγμή. Το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία, το 1997, από τον εκδοτικό οίκο Robert Laffont και σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα. Από τότε μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες και πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Ρωσία και στις ΗΠΑ.
Πέρα, όμως, από την εκπληκτική εκδοτική επιτυχία της, η Μαύρη Βίβλος έδωσε λαβή σε συζητήσεις και κριτικές, υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου7, αλλά και σε οργίλες αντιδράσεις. Οι τελευταίες, όπως θα φανεί πιο κάτω, προήλθαν κυρίως από διανοουμένους που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά και από ορισμένους πολιτικούς.
Το φαινόμενο αυτό, της αντίδρασης των διανοουμένων της Αριστεράς στο μήνυμα της Μαύρης Βίβλου, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, αντίστοιχο με το επίσης σημαντικό πρόβλημα της εγκληματικότητας του κομμουνισμού. Όπως θα φανεί πιο κάτω, τα δύο αυτά προβλήματα αλληλοσυνδέονται μέσα από τον ουτοπισμό, ο οποίος εμπνέει τους διανοουμένους αυτούς, ενώ συγχρόνως αποτελεί συστατικό στοιχείο της «διπλής πίστης» (dv-oeverye) που επικρατούσε σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα.
Ο ουτοπισμός αυτός συνδέεται με την προσπάθεια ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας, δηλαδή τοποθέτησης στη θέση της εμπειρικής πραγματικότητας μιας άλλης, υποτιθέμενα ορθότερης μόνο και μόνο επειδή ανταποκρίνεται στην κοσμοθεωρία τους. Στην προσπάθεια αυτή αποδόθηκαν τόσο οι ιδεολόγοι διανοούμενοι, όσο και οι κρατικοί και κομματικοί μηχανισμοί των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Η εμμονή στην ουτοπία, όπως θα φανεί πιο κάτω, συνδέεται με τον ολοκληρωτισμό. Η περιφρόνηση που έχει ο στρατευμένος διανοούμενος για την εμπειρική πραγματικότητα είναι σύστοιχη με τη λειτουργία του ουτοπισμού στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Όπως γράφει ο Robert Conquest, το κομμουνιστικό σύστημα λειτουργούσε σε ένα πλαίσιο πέρα από την πραγματικότητα. Όλα έπρεπε να γίνουν μέσα από τη λειτουργία του μύθου και του εξαναγκασμού, όχι με ορθολογισμό και συνεργασία.
Η λειτουργία εκτός αντικειμενικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο μιας «εναλλακτικής», ιδεολογικής πραγματικότητας, εξηγεί και τις ψευτοδίκες, οι οποίες δεν εφευρέθηκαν από τον Στάλιν, αλλά από τον Λένιν: η πρώτη καταγραφή ψευτοδίκης είναι το 1922, οργανωμένη από τον Λένιν και με πρόεδρο τον Πιατακόφ13. Βλέπουμε, επομένως, ότι η ουτοπία ως ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα έχει δομική θέση στη λειτουργία του συστήματος και δεν είναι μια αβλαβής ονείρωξη καλοπροαίρετων διανοουμένων που διακατέχονται από χίμαιρες.
Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με το ουτοπικό της διάγραμμα, εφαρμόζεται η βία – και μάλιστα αμείλικτα. Αλλά και ο διανοούμενος που ενεργεί ως Homo ideologicus, ο στρατευμένος διανοούμενος που είναι οπαδός ή συνοδοιπόρος του κομμουνισμού, με τον τρόπο του βιάζει την πραγματικότητα ιδεολογικοποιώντας την. Δεν σημαίνει αυτό ότι ο Sartre ή ο Merl, στην εποχή της συνοδοιπορίας τους, είναι ταυτόσημοι με τον Μπέρια ή τον Στάλιν, σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια κοινή μήτρα έμπνευσης και λειτουργίας, που έχει να κάνει με τον πολιτικό ουτοπισμό που θα έπρεπε να τους είχε προβληματίσει, όπως θα έπρεπε να προβληματίσει όλους όσοι βρίσκονται σε παρόμοια θέση μέχρι σήμερα.
Το ότι εξαπατήθηκαν είναι βέβαιο. Λεν είναι, όμως, «θύματα» της αυταπάτης τους, όταν αυτή θεωρητικοποιείται ως μέρος της ιδεολογικοποίησής τους: η πραγματικότητα καλείται να ενδώσει στην ουτοπία και η αυταπάτη νομιμοποιείται ως εναλλακτική (φευδο)πραγματικότητα. Σε αυτό συνίσταται «ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού», που ενυπάρχει σε όλους μας, όπως γράφει ο Jean-Francois Revel.
Ας προστεθεί σ αυτά και το γεγονός ότι στους κύκλους που συγκροτούν την ευρύτερη ιδεολογική κοινότητα της Αριστεράς δεν είναι ανεκτή η κριτική στον κομμουνισμό όταν πηγαίνει εις βάθος. Η κυρίαρχη ιδεολογία του «αντι-αντικομμουνισμού» επιβάλλει κανόνες «πολιτικής ορθότητας», σύμφωνα με τους οποίους η εναντίωση στον κομμουνισμό είναι ταυτόσημη με το φασισμό, εφόσον ο «αντικομμουνισμός» θεωρείται συγγενής με τον τελευταίο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πλήθος όσο και το πάθος των αντιδράσεων που σημειώθηκαν γύρω από το περιεχόμενο της Μαύρης Βίβλου ήταν αναμενόμενα. Και μέσα από την επικράτηση αυτού του κλίματος, εξηγούνται οι διαφωνίες που εξέφρασαν εκ των υστέρων δύο από τους δέκα συγγραφείς του βιβλίου για την Εισαγωγή του Courtois. Φυσικά, δεν ήταν οι μόνες. Πολλές και έντονες ήταν οι φωνές διαμαρτυρίας που υψώθηκαν, επειδή ακριβώς το βιβλίο έθιγε πολλά κακώς κείμενα, ενώ συγχρόνως έθετε σε αμφισβήτηση ορισμένες αξιακές παραδοχές της Αριστεράς, όπως είναι η ιδέα της βίαιης επανάστασης. Η εμμονή σ αυτές τις αρχές συνδέεται συχνά με μύθους οι οποίοι συντηρούνται μέσα από την κυριαρχία ενός καθεστώτος αυτο-αποπληροφόρησης και εθελοτυφλίας που κυριαρχεί σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων εκεί – όπως και στην Ελλάδα.
Η Μαύρη Βίβλος δείχνει με τον πιο δραματικό τρόπο, μέσα από τη φρίκη που έσπειρε ο κομμουνισμός όπου και αν εγκαταστάθηκε, το μέγεθος της αυταπάτης των «στρατευμένων» διανοουμένων στον Δυτικό κόσμο. Και είναι φυσικό να εκδηλώνονται έντονες αντιδράσεις εκ μέρους τους. Δεν είναι εύκολο να δεχθεί ένας διανοούμενος τη συμμετοχή του στη μαζική φρίκη.
Ανάμεσα στις ιδιαίτερα οξείες αντιδράσεις ήταν αυτή του κομμουνιστή συγγραφέα Gilles Perrault, ο οποίος χαρακτήρισε το έργο των συγγραφέων της Μαύρης Βίβλου «διανοητική απάτη», ενώ ο τροτσκιστής Alain Brossat σε μακροσκελές άρθρο του με σχεδόν υβριστικό τίτλο για τον επιμελητή της έκδοσης Stephane Courtois, προβαίνει σε οξύτατους χαρακτηρισμούς για την ποιότητα του έργου. Οξείς στην κριτική τους υπήρξαν επίσης οι Madeleine Peberioux, Jacques Becker και ο Henri Rousso.
Πολλοί, όμως, ήταν και οι μελετητές που αντιμετώπισαν ευνοϊκά ή κριτικά, όμως με σοβαρότητα, το βιβλίο. Ο ακαδημαϊκός J.-F. Revel χαιρέτισε τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ως μείζον πολιτικό και διανοητικό γεγονός, θετικά αναφέρεται επίσης ο ακαδημαϊκός Alain Besancon, καθώς και ο φιλόσοφος Tzvetan Todorov. Σοβαρή ανάλυση της Μαύρης Βίβλου, με σημαντικές κριτικές παρατηρήσεις, έγινε από τον Marc Lazar, τον Claude Lefort και τον Jean- Marie Colombani.
Ας εξετάσουμε, όμως, προσεκτικά, τη βάση των διαμαρτυριών που εκφράστηκαν. Η «πρόκληση» της Μαύρης Βίβλου συνίσταται στη διαπίστωση ότι υπάρχει αιτιακή σύνδεση μεταξύ εγκλήματος και κομμουνισμού, δηλαδή ότι ο τελευταίος είναι «εγκληματογόνος» (criminogene). Η διαπίστωση αυτή είναι θεμιτή, αν λάβει κανείς υπόψη του τη μάζα των στοιχείων και αν δεχθεί τη μείζονα αφετηριακή παραδοχή του βιβλίου ότι εκείνο που μετράει περισσότερο δεν είναι οι προθέσεις και τα προγράμματα του κομμουνισμού, αλλά τα θύματα – επώνυμα και κυρίως ανώνυμα.
Αν δεχθεί κανείς αυτή την αρχή, αντιστρέφεται το καθιερωμένο σχήμα που τοποθετεί τους «πρωταγωνιστές» της Ιστορίας -τους ηγέτες, τους στρατηγούς, τους δικτάτορες- στο κέντρο της σκηνής και τους «κομπάρσους» -δηλαδή τα θύματα- στις παρυφές. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η παρατήρηση του Jean-Francois Bouthors, σε άρθρο του στο περιοδικό La Croix, όπου λέει ότι πρέπει να υποκλιθεί κανείς με ταπεινοφροσύνη και σ’ αυτό το πνεύμα να εκπληρώσει το καθήκον της ανάγνωσης της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού και ότι πριν κρίνει κανείς ιδεολογικά ή αλλιώς το βιβλίο αυτό, πρέπει να το διαβάσει προσεκτικά, κυρίως λόγω του οφειλόμενου σεβασμού προς τη μνήμη των θυμάτων.
Ίσως εκεί να εντοπίζεται η αντίθεση ανάμεσα στους επικριτές και τους υποστηρικτές της Μαύρης Βίβλου. Για τους πρώτους, ο βωμός πάνω στον οποίο θυσιάστηκαν τα θύματα αυτά αξίζει πολύ περισσότερο από τις ζωές πολυάριθμων ηρώων και θυμάτων. Για τους δεύτερους, αυτό όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά ο βωμός αυτός είναι ένας πραγματικός Μολώχ, μολυσμένος από τις εκατόμβες που απαίτησε. Εξαρτάται από την αξιακή προκείμενη από την οποία ορμάται η αναζήτηση. Και η αξιακή προκείμενη των συγγραφέων της Μαύρης Βίβλου είναι σαφής: προέχουν οι άνθρωποι που έπεσαν θύματα και ο κομμουνισμός πρέπει να κριθεί πρωταρχικά με βάση τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομά του.
Αυτός ο συσχετισμός μεταξύ κομμουνισμού και εγκλήματος σκανδαλίζει τα μέλη της ιδεολογικής κοινότητας της Αριστεράς. Οι ιεροφάντες της εξανίστανται επειδή ουδέποτε είχε αποτολμηθεί στο παρελθόν η κατάργηση αυτού του ταμπού, όπως γράφει ο ιστορικός Marc Lazar, ενώ τώρα μπορούμε να μιλάμε, πλέον, ανοιχτά για τα εγκλήματα του κομμουνισμού.
Η πρόκληση της Μαύρης Βίβλου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, αν σκεφθεί κανείς ότι το βιβλίο αναφέρεται και σε ένα άλλο θέμα, στο οποίο πολλοί από τους ιδεολογικούς εκφραστές της Αριστεράς δείχνουν μεγάλη ευθιξία, και αυτό είναι η δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού, τουλάχιστον όσον αφορά τα εγκλήματα με τα οποία βαρύνονται και οι δύο. Αν η εγκληματικότητα που αποδίδεται στον κομμουνισμό σχετίζεται με τον ολοκληρωτικό του χαρακτήρα, τότε γιατί να μην είναι συγκρίσιμος με άλλα ολοκληρωτικά κινήματα και καθεστώτα, όπως ο φασισμός και ο ναζισμός; Το ερώτημα παραμερίζεται ως ιερόσυλο από τους ιδεολόγους της «προοδευτικής» ορθοφροσύνης. Από τη μεριά του ο Courtois θεωρεί θεμιτή τη σύγκριση, ακολουθώντας τη συλλογιστική δύο κορυφαίων Ευρωπαίων ιστορικών, του Francois Furet και του Ernst Nolte καθώς και του Elie Halevy, που είχε πρώτος εκφράσει την ιδέα της συμμετρίας ανάμεσα στους δύο ολοκληρωτισμούς.
2. Πολιτική ήττα ή ηθική χρεοκοπία του κομμουνισμού;
Από την άλλη μεριά, βέβαια, η Μαύρη Βίβλος δεν εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία στο διανοητικό προσκήνιο. Υπήρχαν, από πολλές δεκαετίες, βάσιμες πληροφορίες και σοβαρές μελέτες για το τι συνέβαινε στις κομμουνιστικές χώρες.
Η μεγάλη τομή στην κοινή γνώμη πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας 70 μετά τη δημοσίευση του έργου του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, το 1974. Όμως κι από αυτό έλειπε η τεκμηριωμένη απόδειξη, το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιον τρόπο. Και παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από την «κομμουνιστική ουτοπία» ήταν μια δυστοπία, κατά την έκφραση που έκτοτε επεκράτησε, οι αμφιβολίες παρέμειναν. Ελάχιστοι είχαν δει με τα μάτια τους τα στρατόπεδα εργασίας στη Σοβιετική Ένωση ή αλλού. Ελειπε το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιο τρόπο. Επιπλέον, ο «σταλινισμός» συνέχισε να θεωρείται υπεύθυνος για όλα τα έκτροπα: τις εκτοπίσεις, τους βασανισμούς, τα γκουλάγκ, τη λιμοκτονία, τις ψευτοδίκες και τις μαζικές εκτελέσεις.
Επειδή οι πληροφορίες για όλα αυτά -και κυρίως για τους μαζικούς φόνους- είχαν έρθει τμηματικά στη Δύση και επειδή πολλά στοιχεία δεν είχαν -και δεν έχουν- ακόμα δει το φως της ημέρας, δεν μπορούσε να γίνει παρουσίαση της «σούμας» της φονικής κραιπάλης εβδομήντα και πλέον ετών, η οποία, ας μην ξεχνάμε, συνεχίζεται σε όσες χώρες βρίσκονται ακόμα κάτω από το πέλμα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και κυρίως στην Βόρειο Κορέα.
Η Μαύρη Βίβλος κάνει ακριβώς αυτό: συνολοποιεί και συνεκτιμά τις πληροφορίες που μας έχουν περιέλθει από διάφορες μαρτυρίες και επί μέρους μελέτες για συγκεκριμένες χώρες και περιόδους, λαμβάνοντας υπόψη και τα πρόσθετα στοιχεια που είδαν το φως της ημέρας με το άνοιγμα των μυστικών αρχείων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό εμφανίζονται έτσι όπως πραγματικά είναι, δηλαδή τυραννικά και δολοφονικά.
Η καταδίκη αυτή του κομμουνισμού, σε συνδυασμό με τη σχετικά πρόσφατη κατάρρευση αυτών των καθεστώτων στην Ευρώπη, έφερε «το χειμώνα στις ψυχές», κατά τη δραματική έκφραση της κοινωνιολόγου Danielle Sallenave, αλλά και τη ζωογόνο ουτοπία και πάλι στο προσκήνιο της ιδεολογικής συζήτησης. Μετά το μετασοβιετικό πένθος άρχισε η αναζήτηση διεξόδου προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι αντίθετη με το πνεύμα του Μαρξ, όπως θα φανεί αργότερα.
Επιπλέον, όπως επανέλαβε αρκετές φορές ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν, η εμμονή των δυτικών διανοουμένων στις φαντασιώσεις τους, πάνω στις οποίες λικνίζουν τις εξιδανικευτικές τους προσδοκίες για τον κομμουνισμό, αποτελεί δείγμα ηθικής αναισθησίας. Σημαίνει ότι η αντικατάσταση της αντικειμενικής πραγματικότητας από μια ψευδo-πραγματικότητα, όπως λέει ο Alain Besancon, είναι πλήρης και κυριαρχεί απόλυτα στο νου τους.
Όταν, για παράδειγμα, ο αρχισυντάκτης της Humanite λέει στη γαλλική τηλεόραση με αφορμή τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ότι τα 85 ή 100 εκατομμύρια νεκροί στην ιστορία των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν αμαυρώνουν καθόλου το κομμουνιστικό ιδανικό, ασφαλώς δεν αντιλαμβάνεται τη φοβερή ηθική καταδίκη που ο ίδιος απαγγέλλει κατά του κομμουνισμού, δείχνοντας το βαθμό στον οποίο ο τελευταίος παραμορφώνει την πραγματικότητα και πώς αυτή αιχμαλωτίζει τα πνεύματα και καταστρέφει την κριτική τους ικανότητα.
Ίσως προβληθεί η ένσταση ότι η χρήση του όρου «ηθική αναισθησία» είναι υπερβολική, όσον αφορά την εμμονή στο κομμουνιστικό όραμα, «παρ όλα αυτά». Όμως, ας υπενθυμίσω ότι για τους ανθρώπους που ζούσαν έγκλειστοι μέσα στα κομμουνιστικά καθεστώτα, αυτούς που είχαν νιώσει από κοντά τη δυστοπία στην οποία είχε καταλήξει η κομμουνιστική ουτοπία, η εμμονή ορισμένων διανοουμένων στη Δύση στα ουτοπικά οράματα του κομμουνισμού (ή, η εκδήλωση απελπισίας για το τέλος αυτών των κομμουνιστικών καθεστώτων) δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως σύμπτωμα υβριστικής άγνοιας, άρα αναισθησίας στον ύστατο βαθμό για ό,τι συνέβαινε εκεί. Η απαίτηση να λαμβάνεται υπόψη μόνο ο φανταστικός κομμουνισμός και όχι ο πραγματικός είναι λογικά άτοπη και ηθικά αποκρουστική, διότι αναδίδει την ίδια οσμή ιδεολογικού ουτοπισμού που κυριαρχούσε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
3. Βολονταρισμός και εξουσιαστική ακράτεια
Η περιγραφή στη Μαύρη Βίβλο της πρωτόφαντης κλίμακας στην οποία ασκήθηκε η βία στις κομμουνιστικές χώρες έχει την εξήγηση της στην εξουσιαστική ακράτεια που διακρίνει αυτά τα καθεστώτα. Και αυτή έχει άμεση σχέση με τον βολονταρισμό που διέπει την πολιτική τους, δηλαδή την ιδέα σύμφωνα με την οποία τα πάντα είναι εφικτά, αρκεί να υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση. Αυτός ο βολονταρισμός συνδέεται με την τάση παν-πολιτικοποίησης, δηλαδή υπαγωγής όλων των δραστηριοτήτων της κοινωνίας στις πολιτικές αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας.
Ο συνδυασμός του βολονταρισμού με την κάθετη και απεριόριστη εξουσία, υπό την καθοδήγηση μιας, υποτιθέμενα, παναρμόδιας νομιμοποιητικής ιδεολογίας, μας δίνει το σχήμα της εξουσιαστικής ακράτειας που χρησιμοποιεί την τρομοκρατία ως κύριο μέσο επιβολής πολιτικών αποφάσεων. Το τρομοκρατικό στοιχείο διαπερνά το κομμουνιστικό σύστημα διακυβέρνησης και είναι η πηγή της εγκληματικής του δραστηριότητας.
Τα τελευταία χρόνια, αυτό το τρομοκρατικό στοιχείο μπορεί να ατόνησε, ή να έγινε λιγότερο ορατό, όμως το κράτος-κόμμα που κρυσταλλώθηκε σε γιγαντιαίο μπλοκ δεν έχασε τον δυνητικά τρομοκρατικό χαρακτήρα του. Και αυτός ο τρομοκρατικός του χαρακτήρας είναι συνυφασμένος με μια μέθοδο δράσης που απαντάται σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Από ένα σημείο κι έπειτα, ούτε καν λειτουργικό μπορούσε να είναι αυτό το σύστημα, κυρίως διότι η κοινωνία είχε ενσωματωθεί σε ένα παγκόσμιο σύστημα επικοινωνιακής και οικονομικής αλληλοσυσχέτισης, που καθιστούσε αδύνατη την κοινωνική νομιμοποίηση του καθεστώτος, δηλαδή την εξασφάλιση της συναίνεσης.
Η χρεοκοπία του ήταν γενικευμένη και αναπόφευκτη, εφόσον ήταν «εκ κατασκευής» ανεπίδεκτο μεταρρυθμίσεων: οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση θα κατέληγε αναπόδραστα σε κατεδάφιση – και αυτή ήταν στην κυριολεξία η μοίρα της περεστρόικα, σε πείσμα του ονόματός της που, ως γνωστόν, σημαίνει αναδόμηση.
Ο βολονταρισμός, συνεπώς, δεν λειτουργεί, αν επιλέξει κανείς τον «επάρατο» ρεφορμισμό. Ρεφορμισμός, πρακτικά, σημαίνει ηπιότητα και άρνηση χρήσης βίας, δηλαδή άρνηση να εφαρμοσθεί το πολιτικό πρόγραμμα με όποιο κόστος, άρνηση της σύλληψης της πολιτικής ως «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος» ή ως «συνέχισης του πολέμου με άλλα μέσα». Αυτή την αντιστροφή της περίφημης φόρμουλας του Clausewitz, την οποία χρησιμοποιούσε ο Λένιν, αρνείται ο σοβιετικός κομμουνισμός στην τελευταία του ρεφορμιστική φάση επί Γκορμπατσόφ, όπως άλλωστε και οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του 20, που αρνήθηκαν να δεχθούν τους όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Και ο Μαρξ τοποθετείται υπέρ της χρήσης μαζικής βίας σε αρκετά κείμενα του και κυρίως στην Κριτική στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ (1844) όπου γράφει:
«Το όπλο της κριτικής, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική βία (materielle Gewalt) πρέπει να ανατραπεί με υλική βία. Όμως και η ίδια η θεωρία γίνεται υλική βία από τη στιγμή που κατακτά τις μάζες. Η θεωρία είναι σε θέση να κατακτήσει τις μάζες όταν μπορεί να αποδείξει [την αλήθεια της] στον άνθρωπο (ad hominem). Και αυτό μπορεί να το κάνει όταν είναι ριζοσπαστική. Και το να είναι ριζοσπαστική σημαίνει ότι μπορεί να συλλαμβάνει τα πράγματα στη ρίζα τους. Η ρίζα, όμως, για τον άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».
Η χρήση της βίας, επομένως, εντάσσεται στην ιδέα της συνολικής κριτικής στην κοινωνία, κατά τον Μαρξ. Στον Μαρξ η πρακτική κριτική (που σε τελευταία ανάλυση είναι η «κριτική των όπλων») περιλαμβάνει και συγχρόνως ξεπερνάει τη θεωρητική κριτική. Η τελευταία περιορίζεται στο να δείξει ότι μια θεωρία δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα.
Η πρακτική κριτική του Μαρξ αποτελεί μια επέμβαση στην πραγματικότητα, η οποία αναδίδει τη δική της «αλήθεια». Μόνο, όμως, εκείνος που μπορεί να συλλάβει «συνολικά» την κοινωνία στο γίγνεσθαί της και στο σύνολό της έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί ορθά και τη δική του παρουσία, τον δικό του ρόλο σε αυτό το γίγνεσθαι, ως μέρος μιας συνολικής ριζοσπαστικής δραστηριότητας, όπως γράφει ο Μαρξ στην 3η «θέση για τον Feuerbadch».
Από την αρχική του τοποθέτηση, ο μαρξισμός ξεκινάει από ένα υποτιθέμενο γνωσιακό προνόμιο, εφόσον μόνο αυτός είναι σε θέση να συλλάβει «συνολοποιητικά» και «διαλεκτικά» το γίγνεσθαι και την κοινωνία και επομένως μόνο στο όνομα αυτής της σύλληψης μπορούν να πραγματοποιηθούν εγχειρήματα μεγάλης πνοής, που περιλαμβάνουν και το επαναστατικό εγχείρημα ως συνολική, πρακτική κριτική στην κοινωνική κατάσταση των πραγμάτων ως έχουν.
Από αυτό είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η βία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του μαρξισμού και ότι δεν είναι οι στρεβλώσεις ή αλλοιώσεις τις οποίες επέφεραν οι «επίγονοι» που εισάγουν «ως μη έδει» τη βία στη μαρξιστική πρακτική. Στο σημείο αυτό, ο Λένιν και ο Στάλιν είναι απόλυτα συνεπείς με το πνεύμα του Μαρξ.
Ας επιστρέψουμε όμως στην «υλική βία», την οποία ο Μαρξ αντιλαμβάνεται ως μορφή κριτικής. Για τον Μαρξ, η κριτική έχει το νόημα της αντίθεσης σε μια κατάσταση και θεωρεί ότι μια ολοκληρωτική αντίθεση στην κρατούσα τάξη πραγμάτων θα αποτελούσε μια συνολική κριτική σ αυτήν. Στο αποκορύφωμά της, στην πιο οξεία της μορφή, η κριτική αυτή αποκτά τη μορφή ένοπλου αγώνα – «κριτική των όπλων».
Δεν είναι οι άνθρωποι που πρέπει να αλλάξουν ιδέες, σύμφωνα με τον Μαρξ, αλλά οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ τάξεων, ώστε να επικρατήσουν άλλες ιδέες. Επομένως, αντιστρέφονται οι όροι της ορθολογικής πρότασης του Karl Popper, που ζητάει «να πεθάνουν οι ιδέες στη θέση μας» και να αντικατασταθεί «ο εξαλειπτικός ρόλος της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο της κριτικής» Στην κριτική των όπλων, οι ιδέες πεθαίνουν μαζί με τους φορείς τους. Δεν μπορεί να εξαλειφθεί μια ιδέα με τη δύναμη απλώς της κριτικής, και με τη χρήση της γλώσσας, που ως μέσον είναι οικονομικότερο από τη βία, αλλά με τα όπλα, με το θάνατο των προσώπων που είναι φορείς αυτών των ιδεών: αυτή ήταν η φιλοσοφία των σταλινικών και των λενινιστικών εκκαθαρίσεων και βρίσκεται ήδη στην ιδέα της κριτικής που απαντάται μέσα στο έργο του νεαρού Μαρξ.
Όπως είναι φυσικό, οι περισσότεροι μαρξιστές διανοούμενοι βρίσκουν ακόμα την ιδέα της επαναστατικής βίας ελκυστική και δικαιολογημένη, εφόσον είναι συνυφασμένη με τη συνολική κριτική στην κοινωνία, την οποία οι ίδιοι θεωρούν ότι μπορούν να την ασκήσουν. Όμως, η ίδια η ιδέα μιας πανοπτικής ικανότητας, που είναι σύμφυτη με εκείνη που ασπάζεται αυτός που δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να ασκήσει «συνολική κριτική», σχετίζεται με εκείνη του γνωστικού προνομίου που υπόρρητα δίνει στον εαυτό του ο μαρξισμός και που προδίδει τον έμφυτο δογματισμό του. Και από θέσεως δογματικής ισχύος, κρίνοντας τον κόσμο sub specie auctoritatis, υπό το πρίσμα της εξουσίας, ασκεί κριτική η οποία είναι «συνολική».
Η κριτική αυτή συνεπάγεται την εξάλειψη πολλών φορέων «λανθασμένων» ιδεών, και μαζί τους πολλών άλλων που ούτε καν συγκαταλέγονται σ’ αυτούς, εφόσον μαζί με το ξερό καίγεται και πολύ χλωρό. Ο διανοούμενος που προσελκύεται από τον μαρξισμό και την ιδεατής συνολικής κριτικής, η οποία μπορεί, γι αυτόν το λόγο, να πάρει και βίαιες μορφές σε εποχές αιχμής, δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπρος στο περιεχόμενο ενός βιβλίου όπως η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού.
Η ανάγνωσή του τον οδηγεί σε ένα δίλημμα: ή θα πρέπει να αναθεωρήσει τις αφετηριακές του παραδοχές ή να δεχθεί ένα εξαιρετικά υψηλό ηθικό τίμημα μιας ιδεολογικής επιλογής υπέρ του μαρξισμού σήμερα, πολύ ψηλότερα από ό,τι οι περισσότεροι από μας θεωρούμε αποδεκτό. Η οδός της ευκολίας είναι να απορρίψει το δίλημμα και τους όρους του, αρνούμενος να εξετάσει σοβαρά σε τι συνίσταται το πρόβλημα που θέτει η Μαύρη Βίβλος, είτε απορρίπτοντάς την ως ανυπόστατη, είτε απλούστερα, με τον παραδοσιακό τρόπο που ισχύει «εις την φυγόπονον Ελλάδα» από την εποχή του Ροΐδη, μην μπαίνοντας στον κόπο να το διαβάσει.
4. Η ανάγκη διανοητικής μετάλλαξης
Με την εμφάνιση νέων στοιχείων από τα μυστικά αρχεία των πρώην κομμουνιστικών χωρών, επιβεβαιώθηκαν με το παραπάνω τα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει προηγούμενες έρευνες, οι οποίες είχαν παραμεριστεί παλιότερα ως «αφερέγγυες» ή «αντιδραστικές».
Η Μαύρη Βίβλος αξιοποιεί το σύνολο των παλαιότερων αναλύσεων, καθώς και των νέων στοιχείων. Η δημοσίευση αυτών των στοιχείων εξαλείφει οποιαδήποτε δυνατότητα διατήρησης έστω και της παραμικρής ψευδαίσθησης όσον αφορά την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Στις εξιδανικευτικές εικόνες των ιδεολογικών ωραιοποιήσεων αντιτάσσονται τα γεγονότα στη γλώσσα των αριθμών. Βέβαια, τα γεγονότα δεν μιλούν ποτέ μόνα τους. Και οι αριθμοί μόνοι τους δεν σημαίνουν τίποτα. Όμως τα γεγονότα. όπως έλεγε ο Λένιν, έχουν πεισματικό χαρακτήρα.
Και οι αριθμοί, όταν είναι αστρονομικοί, μπορούν να αναταράξουν τις συνειδήσεις, πράγμα συχνά αναγκαίο για να δημιουργηθεί ένας προβληματισμός. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιο συνταρακτικό γεγονός, η επαφή με κάτι αναπάντεχο, μεταβάλλει ριζικά ένα ολόκληρο σύστημα εδραιωμένων πεποιθήσεων ή τουλάχιστον το θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση. Έτσι, μπορεί να σχηματισθεί η μετάλλαξη ή το Gestalt switch, όπως ονομάζει ο Thomas Kuhn την καθοριστική μεταβολή στη νοητική στάση των επιστημόνων, που τους επιτρέπει να δεχθούν μια νέα επιστημονική θεωρία, εγκαταλείποντας το «παράδειγμα» στο οποίο ήταν έγκλειστοι και το οποίο λειτουργούσε ως επιστημονική ορθοδοξία.
Όμως, τέτοιες μεταλλάξεις δεν πραγματοποιούνται όταν οι ίδιοι οι πνευματικοί ανθρωποι αρνούνται να εξετάσουν τα γεγονότα, απορρίπτοντας τα πειραματικά δεδομένα εκ προοιμίου, ακριβώς όπως πολλοί θεολόγοι την εποχή του Γαλιλαίου είχαν ευγενώς αρνηθεί την πρόσκληση του να ελέγξουν την ηλιοκεντρική του θεωρία παρατηρώντας τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων από το τηλεσκόπιό του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήθελαν να εκτεθούν στη γνώση που θα προερχόταν από την παρατήρηση, εφόσον αυτή θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε απαράδεκτα συμπεράσματα -δηλαδή στην αποδοχή θέσεων που δεν θα ήταν θρησκευτικώς ορθές- κάτι αντίστοιχο με το «πολιτικώς ορθό» των ημερών μας.
5. Η αιτιακή σχέση μεταξύ κομμουνισμού και εγκλήματος
Όπως ανέφερα πιο πάνω, και όπως προκύπτει από την ανάγνωση των κειμένων, η εξήγηση για την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων συνίσταται στην εξουσιαστική ακράτεια που τα διακρίνει, η οποία με τη σειρά της είναι απόρροια της κάθετης δομής της εξουσίας σε συνδυασμό με τον ακραίο βολονταρισμό της κομμουνιστικής πολιτικής, η οποία συνδέεται με τη στρατηγική της ρήξης με το παρελθόν με την οποία είναι συνυφασμένη.
Ο βολονταρισμός -απαραίτητος για την απόλυτη ρήξη με το παρελθόν- και η απόλυτη αφοσίωση και πειθαρχία στο Κόμμα είναι οι κύριες αιτίες της εγκληματικότητας του κομμουνισμού, εφόσον από την αφετηριακή του αυτοθέσπιση το κομμουνιστικό καθεστώς αποστρέφεται οποιαδήποτε εμπόδια ή όρια -ηθικά, πολιτικά ή πολιτιστικά- στην εφαρμογή του προγράμματός του. Γι αυτό και η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, την οποία πρωτοδιατύπωσε ο Μαρξ και επεξεργάστηκε θεωρητικά ο Λένιν, εκφράζει απόλυτα το πνεύμα και τις ανάγκες του κομμουνιστικού κινήματος, που συνοψίζεται ακριβώς σ αυτόν τον συνδυασμό βολονταρισμού και συγκεντρωτισμού. Ιδού τι γράφει ο Λένιν πάνω σ αυτό το θέμα, τον Μάιο του 1920:
«Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας αδυσώπητος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, στρατιωτικός, οικονομικός, παιδευτικός και διοικητικός, εναντίον της δύναμης της παράδοσης (traditsya) του παλιού κόσμου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από τη συνήθεια (privytchka) εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Χωρίς ένα κόμμα με σιδερένια πυγμή, ατσαλωμένο στους αγώνες, είναι αδύνατο να δοθεί στήριγμα σ αυτόν τον αγώνα».
Η σημασία που δίνει ο Λένιν στην παράδοση και τη συνήθεια, καθώς και στην ανάγκη ρήξης με το παρελθόν, τη στιγμή που η αντίσταση στην αλλαγή έχει τεράστια δύναμη, ορίζει την ανάγκη δημιουργίας ενός παντοδύναμου κόμματος. Το κόμμα αυτό θα πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αποφασιστικότητα και την πιο πειθαρχημένη οργάνωση για να φέρει εις πέρας το πρόγραμμά του, πηγαίνοντας ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη φύση, δηλαδή στη δύναμη που έχουν η παράδοση και η αδράνεια. Το κομμουνιστικό κόμμα, συνεπώς, είναι κατά τον Λένιν το κέντρο ευθύνης για το συνολικό πρόγραμμα που εφαρμόζει, πηγαίνοντας ενάντια στα κατεστημένα συμφέροντα, ενάντια στις κατεστημένες νοοτροπίες και ενάντια στην ίδια την κοινωνία, αν και όταν χρειασθεί.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κομμουνιστικό κόμμα ήταν αντικείμενο απόλυτης αφοσίωσης για τα μέλη του. Ο αμείλικτος και αδίστακτος χαρακτήρας της εξουσίας ενός τέτοιου κόμματος ασκούσε μαγνητική έλξη σε πολλούς διανοουμένους, όπως αργότερα ομολόγησαν προσωπικότητες όπως ο Arthur Koestler, ο Emannuel Leroy-Ladurie, ο Francois Furet, ο Claude Lefort και άλλοι πολλοί. Το κόμμα αυτό ήταν η αναγκαία και αδίστακτη δύναμη, η ατσαλένια συλλογική βούληση που εκφραζόταν μέσα στην κάθετη οργάνωση της εξουσίας του και αντιπροσώπευε για τους οπαδούς του την «ενσάρκωση της επαναστατικής ιδέας στην Ιστορία», για να επαναλάβουμε τα λόγια του Ρουμπάσοφ, του ήρωα του μυθιστορήματος του Koestler “Το μηδέν και το άπειρον”
Από την άλλη μεριά, η ιδεολογία της ρήξης με το παρελθόν παράγει και την αντίστοιχη στρατηγική. Και το έγκλημα εγγράφεται μέσα σ αυτήν τη στρατηγική. Οι κομμουνιστές κατέφυγαν σε μαζικές εγκληματικές ενέργειες των διαφόρων κομμουνιστικών καθεστώτων, που σαν πανώλη εξαπλώθηκαν από τη Β. Κορέα ώς την Καμπότζη και από την ΕΣΣΔ ώς τη Νικαράγουα.
Η σχέση της μαρξικής άνευ θεού θρησκείας με την ελευθερία δεν χρήζει εξηγήσεως ή αναλύσεως. Εξηγήθηκε και αναλύθηκε για διάστημα μεγαλύτερο των 70 ετών σε μια απέραντη φυλακή με εκατοντάδες εκατομμύρια κρατουμένους, που αποκαλείτο από τους κομισάριους-δεσμοφύλακες «σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες». Τα αποτελέσματα του πολυετούς εγκλεισμού λαών σε αυτό το κολαστήριο τα είδαμε και τα κύματα από τα απόνερα της σύστασης και της διάλυσης αυτής της φρικτής κατασκευής δεν έχουν καταλαγιάσει ακόμα.
Κάθε τι που εξυπηρετεί την επιβίωση, την ανάπτυξη και την γιγάντωση της κοσμικής θρησκείας του κομμουνισμού είναι ανεκτό, «ελεύθερο», «δημοκρατικό» και «προοδευτικό». Το αυτό ισχύει και για τα υπόγεια της KGB, της Στάζι, της Σιγκουρίμι και της Σεκιουριτάτε, όπου – κατά το δόγμα των εναπομεινάντων κομμουνιστών – ανθούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ευωδίαζε η προστασία της «επανάστασης» από τους αντιφρονούντες, οι οποίοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις χαρακτηρίζονταν «πράκτορες» και «συνωμότες».
Παρόλο που σε παγκόσμιο επίπεδο το κομμουνιστικό τοξικό νέφος διαλύθηκε δίχως καν να χρειαστεί να φυσήξει άνεμος πολέμου, στην παράξενη πατρίδα μας η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς δεν αμφισβητήθηκε ούτε για ένα εικοσιτετράωρο! Η σοσιαλδημοκρατία και η Δεξιά κυβέρνησαν, αλλά δεν εξουσίασαν, αφού η έννοια της εξουσίας δεν ταυτίζεται τόσο με το υλικό πεδίο, αλλά με την κυριαρχία επί του πνεύματος και την δυνατότητα απονομής των χαρακτηρισμών «καλό» και «κακό» σε πρόσωπα, καταστάσεις και δομές.
Το ΚΚΕ ήταν το μητρικό πλοίο που μετέφερε τις ψευδαισθήσεις της αταξικής κοινωνίας, αλλά έκρυβε στα αμπάρια του τους σκελετούς της υπονόμευσης της Μικρασιατικής εκστρατείας, τα αποτρόπαια εγκλήματα των Δεκεμβριανών, την απόφαση της 5ης Ολομέλειας για «την πλήρη εθνική αποκατάσταση» του «μακεδονικού λαού» κ.α. Ωστόσο, παρά την παγίωση των ποσοστών του σταλινικού κόμματος και την φθίνουσα πορεία του, οι αλληλοδιάδοχες μεταλλάξεις του ουδέποτε διαφοροποιήθηκαν σαφώς από τα ιστορικά αποθέματα παραφροσύνης και ανθελληνισμού που στιγμάτισαν την αιματηρή πορεία αυτής της σύναξης. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Άρης Βελουχιώτης, η ΟΠΛΑ, και όλα τα υπόλοιπα ονόματα και ακροστιχίδες που ταυτίστηκαν με τον φόνο, αποτελούν περίβλεπτα κειμήλια για το σύνολο της ντόπιας Αριστεράς.
Ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (02.01.98) με τίτλο «Απωθημένη αυτογνωσία» με αφορμή την έκδοση της Μαύρης Βίβλου στη Γαλλία ταυτόχρονα με την έκδοση πλείστων βιογραφιών του Βελουχιώτη στην Ελλάδα, προβληματιζόμενος για την έλλειψη εμπεριστατωμένων ιστορικών αναφορών σχετικά με τον συμμοριτοπόλεμο και την μετεμφυλιακή Ελλάδα μέχρι την μεταπολίτευση, γράφει μεταξύ άλλων: «Ας μην κατηγορούμε, λοιπόν, τους σημερινούς εικοσάρηδες ή τριαντάρηδες, όταν διάφοροι περισπούδαστοι ρεπόρτερ τούς σταματούν στον δρόμο, για να τους ανακρίνουν και να διαπιστώσουν ότι δεν ξέρουν τι τους γίνεται και ότι γι’ αυτούς η 21η Απριλίου, ο Δεκέμβρης του ’44 και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας ανήκουν πάνω – κάτω στην ίδια περιοχή του κόσμου. Ας μην τους κατηγορούμε, όταν εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να παράσχουμε εις εαυτούς την στοιχειώδη γνώση της Ιστορίας, που λίγο ως πολύ έχουμε ζήσει, όταν εμείς οι ίδιοι προτιμούμε την ασφάλεια της συγκατάβασης και τη θαλπωρή των επετειακών λόγων από τη δίνη και την αμφισβήτηση του ιστορικού λόγου».
Το βιβλίο αυτό είναι πολύ επίκαιρο γιατί καταγράφει το πώς ένα σύστημα εκμεταλλεύεται τα οράματα για μια καλύτερη κοινωνία που όλοι εποφθαλμιούμε, πατώντας πάνω στην ευθυνοφοβία και τον φόβο για ελευθερία του μέσου ανθρώπου. Για τον κομμουνισμό «ήταν πάντοτε εκείνοι που αποφάσιζαν» (σ. 52) και αυτό κάτι μας θυμίζει. Ίσως όμως είναι και ένα καλό ερέθισμα, μήπως και κάποιος ευλογημένος ακαδημαϊκός σ’ αυτόν τον τόπο, αποφασίσει να κοιτάξει την ιστορία κατάματα και ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος τολμήσει να αντέξει το βάρος και τις πιέσεις των δεσμοφυλάκων του πνεύματος και των λοιπών αστυνόμων της ιδεολογίας. Για την ώρα βέβαια αυτό το τελευταίο αποτελεί όνειρο λευκής νυκτός …
Προ ενός έτους είδαμε στις εφημερίδες να διαπομπεύεται ένας διάσημος ιστορικός, ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ. Αιτία, ο αναθεωρητισμός αναφορικά στον αριθμό των Εβραίων – θυμάτων του 3ου Ράιχ. Ο Ίρβινγκ, μεταξύ άλλων δεν συμφωνούσε στην ποσότητα και την κατ’ αυτόν μεγαλοποίηση των αριθμών απέδιδε στον εβραϊκό δάκτυλο και δόλο, θεωρώντας ότι η παγκόσμια εβραϊκή κοινότητα εμπορευματοποιούσε τα θύματά της με σκοπό την αποκόμιση οικονομικών αλλά πολύ περισσότερο πολιτικών οφελών. Ο ίδιος εσύρθη σε έναν εξοντωτικό για την υπόληψη αλλά και την περιουσία του δικαστικό αγώνα.
Όποιος σκοτώσει 10 είναι εξίσου εγκληματίας με εκείνον που θα σκοτώσει 20 ανθρώπους. Η όποια διαφορά δε στο μέγεθος της αποστροφής που προκαλεί ο ένας και ο άλλος μειώνεται στο απειροελάχιστο, όταν ομιλούμε πλέον για εκατομμύρια θυμάτων. Αυτοί λοιπόν που θορυβούνται από το γεγονός ότι εγράφη βιβλίο-απολογισμός αναφερόμενο στα αδιαμφισβήτητα εγκλήματα του Κομμουνισμού και αρκούνται στο μέτρημα πτωμάτων δεν δικαιούνται τύχη ανάλογη με αυτήν του Ίρβινγκ;
Είχαμε ήδη ανατριχιάσει με ορισμένα δημοσιεύματα όπως του Μιχάλη Μητσού στην εφημερίδα «Τα Νέα» (Ιανουάριος 1998). Ο δημοσιογράφος υιοθετούσε άποψη γάλλου ιστορικού, που αφορά στην σύγκριση του Κομμουνισμού με τον Ναζισμό. Ακούσατε ακούσατε: «Τα ναζιστικά στρατόπεδα, όμως, δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο «σακί» με τα σοβιετικά γκουλάγκ. Τα πρώτα δημιουργήθηκαν με μοναδικό σκοπό να σκοτώνουν μέσω των θαλάμων αερίων και των φούρνων. Τα δεύτερα αποσκοπούσαν στην απομόνωση των κρατουμένων και στη χρησιμοποίησή τους ως εργατικής δύναμης». Για να επιτελούν το έργο τους ανενόχλητοι δηλαδή!!!
Ο «Ιός» βέβαια, [Ελευθεροτυπία] «διορατικός» ων, θεωρεί ότι το βιβλίο επιδιώκει την «δικαίωση του Ναζισμού». Επειδή ο συντονιστής της εκδόσεως, ιστορικός κ. Κουρτουά υιοθετεί κάποιες απόψεις του Γερμανού αναθεωρητού Νόλτε, καθίσταται και ο ίδιος αυτομάτως αναθεωρητικός. Περίεργο που δεν καθίσταται και Γερμανός. Δεν άντεξαν μάλιστα να μην διακρίνουν και τον Λεπέν, ως νοητό υδατογράφημα στις σελίδες του βιβλίου.
Για τον «Ιό», το να προσδοκείς την τουλάχιστον ίση ιστορική αντιμετώπιση κάποιου συστήματος που εφόνευσε άνω των 80 εκατομμυρίων ανθρώπων, με ένα άλλο – ήδη καταδικασθέν – στο οποίο κατελογίσθησαν 25 εκατομμύρια θάνατοι, σε καθιστά αυτομάτως υπερασπιστή του τελευταίου. Εμείς υπογραμμίζουμε τον απλό συλλογισμό του Jacques Julliard, στην σ.26 της εισαγωγής του Δ. Δημητράκου: «Για ποιο λόγο και ως προς τι, εγκληματίες που επικαλούνται το καλό είναι λιγότερο ένοχοι από εκείνους που επικαλούνται το κακό;» Απάντηση σε αυτό δεν περιμένουμε να λάβουμε, αν και το ερώτημα αφορά και την εγχώριο Αριστερά.
Η δε απαίτηση για καταδίκη του Κομμουνισμού, ως εγκληματικής ιδεολογίας, ταυτίζεται από τον «Ιό» κατά περίεργο τρόπο με την απαίτηση «για μια νέα δίκη της Νυρεμβέργης που -όπως ζητά εδώ και χρόνια ο Λεπέν- θα θέσει εκτός «κάθε νομιμότητας» όσους αμφισβητούν τον καπιταλισμό!» Όμως ο Λεπέν είχε ζητήσει την καταδίκη του Κομμουνισμού. Με την προπαγανδιστική αυτή μεθοδολογία θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να ερμηνεύσει τον κομμουνισμό και ως αμφισβητητή του Ναζισμού και να πει ότι ο Λεπέν είχε ζητήσει μία νέα δίκη της Νυρεμβέργης που θα θέσει εκτός κάθε νομιμότητος όσους αμφισβητούν τον Ναζισμό. Ρε τον Λεπέν τι είπε… Η προσπάθεια χειραγωγήσεως της κοινής γνώμης με τόσο άκομψο τρόπο, δεν μπορεί παρά να είναι ίδιον ανθρώπων που επί δεκαετίες υπερασπίζονταν κομμουνιστικά καθεστώτα σαν και αυτό του Χότζα στην Αλβανία και ως γνωστόν «η γριά μαϊμού δεν μαθαίνει καινούρια κόλπα», όπως είχε γράψει ο Γιώργος Κουλουμβάκης για τον «Ιό» σε παλαιότερο φύλλο μας. [Παναγιώτης Δούμας]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
H έκδοση στη Γαλλία της Mαύρης Bίβλου του Κομμουνισμού προκάλεσε, όπως είναι γνωστό, σάλο. Aκόμα και εκεί, ένα μεγάλο κομμάτι της προοδευτικής διανόησης καταδίκασε το έργο. Iσχυρίστηκε […] ότι οι ερευνητές που προχώρησαν στη σύνταξη αυτού του έργου ήταν φανατικοί αντίπαλοι της Aριστεράς· και όμως η προέλευση των περισσοτέρων είναι η ίδια με εκείνη των επικριτών τους. Iσχυρίστηκε ότι το τελικό άθροισμα των θυμάτων του κομμουνισμού περιλαμβάνει σε σημαντικό ποσοστό θύματα που ο θάνατός τους οφείλεται σε άλλα αίτια, όπως η πείνα που ακολούθησε την Oκτωβριανή Eπανάσταση· αλλά και αυτό δεν φαίνεται παρά κατά ένα τμήμα ακριβές: οι πολιτικές που οδηγούν στην πείνα δεν είναι ποτέ «θεόπεμπτες».
Tο εξακρίβωσαν όλοι αυτό και, πιο πρόσφατα, στη «σοσιαλιστική» Aιθιοπία του Mενγκίστου, στη Pουμανία του Tσαουσέσκου, στην Kορέα του Kιμ Iλ Σουνγκ. Iσχυρίστηκαν οι επικριτές της Mαύρης Bίβλου ότι το έργο έχει στόχο να εξισώσει ανιστόρητα και ανήθικα το «έργο» των ναζί και των φασιστών με τον απολογισμό της Oκτωβριανής Eπανάστασης […] Kαι όμως, παρά την αντιπαράθεση των αριθμών, αναγκαία ώς ένα σημείο για την κατανόηση των πραγμάτων και των γεγονότων, παρά τη σύγκριση των εξουσιών, ιδεολογική ταύτιση δεν γίνεται. Διότι το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: πώς ένα όραμα απελευθέρωσης του ανθρώπου και παγκόσμιας αδελφοσύνης οδήγησε, αμέσως μετά την Oκτωβριανή Eπανάσταση, σε ένα συγκεντρωτικό καθεστώς κρατικής παντοδυναμίας και κατατρομοκράτησης κάθε διαφορετικής πολιτικά ή εθνικά κοινότητας;
Θα προσθέσω το εξής: αν αυτό το ερώτημα δεν απασχολεί κάθε άνθρωπο, πώς είναι δυνατόν να υπάρξουν δημοκρατικές κοινωνίες; […] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Mαύρη Bίβλος θα προκαλέσει εδώ πιο πολύ από ό,τι αλλού. Tόσο το καλύτερο. Πρέπει επιτέλους, τώρα που έχουμε πια στέρεη δημοκρατία, χωρίς ξερονήσια και Aσφάλειες, που εμπόδιζαν ηθικά την αντιπαράθεση με τα τότε θύματα, να υπάρξει και στη χώρα μας ουσιαστική αποσταλινοποίηση, πράγμα που δεν αφορά μόνον την κομμουνιστική «Aριστερά» αλλά σαφώς και ένα μεγάλο τμήμα της ρωσόπληκτης κοινής γνώμης, που δεν «θυμάται» καν ότι η μεγάλη ποντιακή ελληνική κοινότητα της EΣΣΔ εξορίστηκε και αυτή συλλογικά από τη «λαϊκή προλεταριακή» εξουσία, κάτω από δραματικές συνθήκες. (Pιχάρδος Σωμερίτης – Aποσπάσματα από το επίμετρο της ελληνικής έκδοσης.)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η Νέμεση της ιστορίας
Είναι ασφαλώς ορθή η κρίση του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawm, σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός είναι το φαινόμενο που σημάδεψε τον 20ό αιώνα. Ασφαλώς, όμως, έχει δίκιο και ο Γάλλος ιστορικός Francois Furet, όταν γράφει ότι ο κομμουνισμός ήταν μια παρένθεση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, μια συλλογική χίμαιρα, «η ψευδαίσθηση της εποχής», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ.
Το κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε στην Ευρώπη. Καταδικάστηκε ιστορικά, με τα κριτήρια που το ίδιο όρισε στον εαυτό του: της πρακτικής του εφαρμογής και της επικράτησής του σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατάρρευσή του επιβεβαιώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη διάψευση της θεωρίας που τον στήριζε και αποδεικνύει τον χιμαιρικό του χαρακτήρα. Όμως, ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα λάθος, αλλά κάτι περισσότερο: ήταν ένα έγκλημα και μάλιστα γιγαντιαίων διαστάσεων.
Αυτό συμβαίνει διότι στην καρδιά του κομμουνισμού, ως συστήματος σκέψης και πράξης, βρίσκεται η βία. Όπως γράφει ο Merleau-Ponty, το θέμα της βίας είναι κεντρικό ζήτημα στον κομμουνισμό. Και πέρα από την άσκηση άμεσης φυσικής βίας, κάθε πράξη που γίνεται με πρόθεση να βλάψει τον άλλο περιλαμβάνεται στην έννοια της βίας: το ψέμα, η απάτη, η επιβολή ενός ανελεύθερου καθεστώτος.
Για καιρό, πολλοί διανοούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Merleau-Ponty, πίστεψαν ότι, παρά το τρομοκρατικό στοιχείο με το οποίο είναι συνυφασμένος ο κομμουνισμός, παρά τα εγκλήματα που έχει διαπράξει, το κίνημα αυτό ανταποκρίνεται στις «ανθρωπιστικές προθέσεις» που έχει, εφόσον «κύρια αποστολή του μαρξισμού είναι να αναζητήσει εκείνη τη μορφή της βίας που υπερβαίνει τον εαυτό της προς την κατεύθυνση του μέλλοντος της ανθρωπότητας».
Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό αποδεκτό σήμερα: όχι διότι χειροτέρεψε η πρακτική του κομμουνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά διότι η εμπειρία μας μας αναγκάζει να δεχθούμε το αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που υιοθετεί ο Merleau-Ponty, ότι δηλαδή, ο κομμουνισμός ήταν και είναι εγκληματικός, παρά τις διακηρυγμένες ανθρωπιστικές του προθέσεις οι οποίες είναι γενεσιουργές ψευδαισθήσεων σε πολλούς, ενδεχομένως καλοπροαίρετους ανθρώπους.
Αυτό είναι το μήνυμα της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού.
1. Έγκλημα και ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας
Το βασικό πρόβλημα που εξετάζει το βιβλίο είναι το έγκλημα ως αναγκαίο συνοδευτικό κάθε κομμουνιστικού καθεστώτος. Για ποιο λόγο η εφαρμογή του κομμουνισμού οδήγησε πάντα στην εγκαθίδρυση εγκληματικών καθεστώτων; Σε όλες τις περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε μικρές και μεγάλες χώρες, ανεπτυγμένες ή υπανάπτυκτες, η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος σήμανε το τέλος της κοινωνίας των πολιτών, την κατάργηση του πολιτικού πλουραλισμού, τη φίμωση κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής, τις μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Ποια είναι η αιτία γι αυτό;
Το ερώτημα αυτό που θέτει η Μαύρη Βίβλος είναι αμείλικτο και το ενδιαφέρον που προκάλεσε ήταν μεγάλο από την πρώτη στιγμή. Το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία, το 1997, από τον εκδοτικό οίκο Robert Laffont και σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα. Από τότε μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες και πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Ρωσία και στις ΗΠΑ.
Πέρα, όμως, από την εκπληκτική εκδοτική επιτυχία της, η Μαύρη Βίβλος έδωσε λαβή σε συζητήσεις και κριτικές, υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου7, αλλά και σε οργίλες αντιδράσεις. Οι τελευταίες, όπως θα φανεί πιο κάτω, προήλθαν κυρίως από διανοουμένους που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά και από ορισμένους πολιτικούς.
Το φαινόμενο αυτό, της αντίδρασης των διανοουμένων της Αριστεράς στο μήνυμα της Μαύρης Βίβλου, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, αντίστοιχο με το επίσης σημαντικό πρόβλημα της εγκληματικότητας του κομμουνισμού. Όπως θα φανεί πιο κάτω, τα δύο αυτά προβλήματα αλληλοσυνδέονται μέσα από τον ουτοπισμό, ο οποίος εμπνέει τους διανοουμένους αυτούς, ενώ συγχρόνως αποτελεί συστατικό στοιχείο της «διπλής πίστης» (dv-oeverye) που επικρατούσε σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα.
Ο ουτοπισμός αυτός συνδέεται με την προσπάθεια ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας, δηλαδή τοποθέτησης στη θέση της εμπειρικής πραγματικότητας μιας άλλης, υποτιθέμενα ορθότερης μόνο και μόνο επειδή ανταποκρίνεται στην κοσμοθεωρία τους. Στην προσπάθεια αυτή αποδόθηκαν τόσο οι ιδεολόγοι διανοούμενοι, όσο και οι κρατικοί και κομματικοί μηχανισμοί των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Η εμμονή στην ουτοπία, όπως θα φανεί πιο κάτω, συνδέεται με τον ολοκληρωτισμό. Η περιφρόνηση που έχει ο στρατευμένος διανοούμενος για την εμπειρική πραγματικότητα είναι σύστοιχη με τη λειτουργία του ουτοπισμού στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Όπως γράφει ο Robert Conquest, το κομμουνιστικό σύστημα λειτουργούσε σε ένα πλαίσιο πέρα από την πραγματικότητα. Όλα έπρεπε να γίνουν μέσα από τη λειτουργία του μύθου και του εξαναγκασμού, όχι με ορθολογισμό και συνεργασία.
Η λειτουργία εκτός αντικειμενικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο μιας «εναλλακτικής», ιδεολογικής πραγματικότητας, εξηγεί και τις ψευτοδίκες, οι οποίες δεν εφευρέθηκαν από τον Στάλιν, αλλά από τον Λένιν: η πρώτη καταγραφή ψευτοδίκης είναι το 1922, οργανωμένη από τον Λένιν και με πρόεδρο τον Πιατακόφ13. Βλέπουμε, επομένως, ότι η ουτοπία ως ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα έχει δομική θέση στη λειτουργία του συστήματος και δεν είναι μια αβλαβής ονείρωξη καλοπροαίρετων διανοουμένων που διακατέχονται από χίμαιρες.
Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με το ουτοπικό της διάγραμμα, εφαρμόζεται η βία – και μάλιστα αμείλικτα. Αλλά και ο διανοούμενος που ενεργεί ως Homo ideologicus, ο στρατευμένος διανοούμενος που είναι οπαδός ή συνοδοιπόρος του κομμουνισμού, με τον τρόπο του βιάζει την πραγματικότητα ιδεολογικοποιώντας την. Δεν σημαίνει αυτό ότι ο Sartre ή ο Merl, στην εποχή της συνοδοιπορίας τους, είναι ταυτόσημοι με τον Μπέρια ή τον Στάλιν, σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια κοινή μήτρα έμπνευσης και λειτουργίας, που έχει να κάνει με τον πολιτικό ουτοπισμό που θα έπρεπε να τους είχε προβληματίσει, όπως θα έπρεπε να προβληματίσει όλους όσοι βρίσκονται σε παρόμοια θέση μέχρι σήμερα.
Το ότι εξαπατήθηκαν είναι βέβαιο. Λεν είναι, όμως, «θύματα» της αυταπάτης τους, όταν αυτή θεωρητικοποιείται ως μέρος της ιδεολογικοποίησής τους: η πραγματικότητα καλείται να ενδώσει στην ουτοπία και η αυταπάτη νομιμοποιείται ως εναλλακτική (φευδο)πραγματικότητα. Σε αυτό συνίσταται «ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού», που ενυπάρχει σε όλους μας, όπως γράφει ο Jean-Francois Revel.
Ας προστεθεί σ αυτά και το γεγονός ότι στους κύκλους που συγκροτούν την ευρύτερη ιδεολογική κοινότητα της Αριστεράς δεν είναι ανεκτή η κριτική στον κομμουνισμό όταν πηγαίνει εις βάθος. Η κυρίαρχη ιδεολογία του «αντι-αντικομμουνισμού» επιβάλλει κανόνες «πολιτικής ορθότητας», σύμφωνα με τους οποίους η εναντίωση στον κομμουνισμό είναι ταυτόσημη με το φασισμό, εφόσον ο «αντικομμουνισμός» θεωρείται συγγενής με τον τελευταίο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πλήθος όσο και το πάθος των αντιδράσεων που σημειώθηκαν γύρω από το περιεχόμενο της Μαύρης Βίβλου ήταν αναμενόμενα. Και μέσα από την επικράτηση αυτού του κλίματος, εξηγούνται οι διαφωνίες που εξέφρασαν εκ των υστέρων δύο από τους δέκα συγγραφείς του βιβλίου για την Εισαγωγή του Courtois. Φυσικά, δεν ήταν οι μόνες. Πολλές και έντονες ήταν οι φωνές διαμαρτυρίας που υψώθηκαν, επειδή ακριβώς το βιβλίο έθιγε πολλά κακώς κείμενα, ενώ συγχρόνως έθετε σε αμφισβήτηση ορισμένες αξιακές παραδοχές της Αριστεράς, όπως είναι η ιδέα της βίαιης επανάστασης. Η εμμονή σ αυτές τις αρχές συνδέεται συχνά με μύθους οι οποίοι συντηρούνται μέσα από την κυριαρχία ενός καθεστώτος αυτο-αποπληροφόρησης και εθελοτυφλίας που κυριαρχεί σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων εκεί – όπως και στην Ελλάδα.
Η Μαύρη Βίβλος δείχνει με τον πιο δραματικό τρόπο, μέσα από τη φρίκη που έσπειρε ο κομμουνισμός όπου και αν εγκαταστάθηκε, το μέγεθος της αυταπάτης των «στρατευμένων» διανοουμένων στον Δυτικό κόσμο. Και είναι φυσικό να εκδηλώνονται έντονες αντιδράσεις εκ μέρους τους. Δεν είναι εύκολο να δεχθεί ένας διανοούμενος τη συμμετοχή του στη μαζική φρίκη.
Ανάμεσα στις ιδιαίτερα οξείες αντιδράσεις ήταν αυτή του κομμουνιστή συγγραφέα Gilles Perrault, ο οποίος χαρακτήρισε το έργο των συγγραφέων της Μαύρης Βίβλου «διανοητική απάτη», ενώ ο τροτσκιστής Alain Brossat σε μακροσκελές άρθρο του με σχεδόν υβριστικό τίτλο για τον επιμελητή της έκδοσης Stephane Courtois, προβαίνει σε οξύτατους χαρακτηρισμούς για την ποιότητα του έργου. Οξείς στην κριτική τους υπήρξαν επίσης οι Madeleine Peberioux, Jacques Becker και ο Henri Rousso.
Πολλοί, όμως, ήταν και οι μελετητές που αντιμετώπισαν ευνοϊκά ή κριτικά, όμως με σοβαρότητα, το βιβλίο. Ο ακαδημαϊκός J.-F. Revel χαιρέτισε τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ως μείζον πολιτικό και διανοητικό γεγονός, θετικά αναφέρεται επίσης ο ακαδημαϊκός Alain Besancon, καθώς και ο φιλόσοφος Tzvetan Todorov. Σοβαρή ανάλυση της Μαύρης Βίβλου, με σημαντικές κριτικές παρατηρήσεις, έγινε από τον Marc Lazar, τον Claude Lefort και τον Jean- Marie Colombani.
Ας εξετάσουμε, όμως, προσεκτικά, τη βάση των διαμαρτυριών που εκφράστηκαν. Η «πρόκληση» της Μαύρης Βίβλου συνίσταται στη διαπίστωση ότι υπάρχει αιτιακή σύνδεση μεταξύ εγκλήματος και κομμουνισμού, δηλαδή ότι ο τελευταίος είναι «εγκληματογόνος» (criminogene). Η διαπίστωση αυτή είναι θεμιτή, αν λάβει κανείς υπόψη του τη μάζα των στοιχείων και αν δεχθεί τη μείζονα αφετηριακή παραδοχή του βιβλίου ότι εκείνο που μετράει περισσότερο δεν είναι οι προθέσεις και τα προγράμματα του κομμουνισμού, αλλά τα θύματα – επώνυμα και κυρίως ανώνυμα.
Αν δεχθεί κανείς αυτή την αρχή, αντιστρέφεται το καθιερωμένο σχήμα που τοποθετεί τους «πρωταγωνιστές» της Ιστορίας -τους ηγέτες, τους στρατηγούς, τους δικτάτορες- στο κέντρο της σκηνής και τους «κομπάρσους» -δηλαδή τα θύματα- στις παρυφές. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η παρατήρηση του Jean-Francois Bouthors, σε άρθρο του στο περιοδικό La Croix, όπου λέει ότι πρέπει να υποκλιθεί κανείς με ταπεινοφροσύνη και σ’ αυτό το πνεύμα να εκπληρώσει το καθήκον της ανάγνωσης της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού και ότι πριν κρίνει κανείς ιδεολογικά ή αλλιώς το βιβλίο αυτό, πρέπει να το διαβάσει προσεκτικά, κυρίως λόγω του οφειλόμενου σεβασμού προς τη μνήμη των θυμάτων.
Ίσως εκεί να εντοπίζεται η αντίθεση ανάμεσα στους επικριτές και τους υποστηρικτές της Μαύρης Βίβλου. Για τους πρώτους, ο βωμός πάνω στον οποίο θυσιάστηκαν τα θύματα αυτά αξίζει πολύ περισσότερο από τις ζωές πολυάριθμων ηρώων και θυμάτων. Για τους δεύτερους, αυτό όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά ο βωμός αυτός είναι ένας πραγματικός Μολώχ, μολυσμένος από τις εκατόμβες που απαίτησε. Εξαρτάται από την αξιακή προκείμενη από την οποία ορμάται η αναζήτηση. Και η αξιακή προκείμενη των συγγραφέων της Μαύρης Βίβλου είναι σαφής: προέχουν οι άνθρωποι που έπεσαν θύματα και ο κομμουνισμός πρέπει να κριθεί πρωταρχικά με βάση τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομά του.
Αυτός ο συσχετισμός μεταξύ κομμουνισμού και εγκλήματος σκανδαλίζει τα μέλη της ιδεολογικής κοινότητας της Αριστεράς. Οι ιεροφάντες της εξανίστανται επειδή ουδέποτε είχε αποτολμηθεί στο παρελθόν η κατάργηση αυτού του ταμπού, όπως γράφει ο ιστορικός Marc Lazar, ενώ τώρα μπορούμε να μιλάμε, πλέον, ανοιχτά για τα εγκλήματα του κομμουνισμού.
Η πρόκληση της Μαύρης Βίβλου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, αν σκεφθεί κανείς ότι το βιβλίο αναφέρεται και σε ένα άλλο θέμα, στο οποίο πολλοί από τους ιδεολογικούς εκφραστές της Αριστεράς δείχνουν μεγάλη ευθιξία, και αυτό είναι η δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού, τουλάχιστον όσον αφορά τα εγκλήματα με τα οποία βαρύνονται και οι δύο. Αν η εγκληματικότητα που αποδίδεται στον κομμουνισμό σχετίζεται με τον ολοκληρωτικό του χαρακτήρα, τότε γιατί να μην είναι συγκρίσιμος με άλλα ολοκληρωτικά κινήματα και καθεστώτα, όπως ο φασισμός και ο ναζισμός; Το ερώτημα παραμερίζεται ως ιερόσυλο από τους ιδεολόγους της «προοδευτικής» ορθοφροσύνης. Από τη μεριά του ο Courtois θεωρεί θεμιτή τη σύγκριση, ακολουθώντας τη συλλογιστική δύο κορυφαίων Ευρωπαίων ιστορικών, του Francois Furet και του Ernst Nolte καθώς και του Elie Halevy, που είχε πρώτος εκφράσει την ιδέα της συμμετρίας ανάμεσα στους δύο ολοκληρωτισμούς.
2. Πολιτική ήττα ή ηθική χρεοκοπία του κομμουνισμού;
Από την άλλη μεριά, βέβαια, η Μαύρη Βίβλος δεν εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία στο διανοητικό προσκήνιο. Υπήρχαν, από πολλές δεκαετίες, βάσιμες πληροφορίες και σοβαρές μελέτες για το τι συνέβαινε στις κομμουνιστικές χώρες.
Η μεγάλη τομή στην κοινή γνώμη πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας 70 μετά τη δημοσίευση του έργου του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, το 1974. Όμως κι από αυτό έλειπε η τεκμηριωμένη απόδειξη, το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιον τρόπο. Και παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από την «κομμουνιστική ουτοπία» ήταν μια δυστοπία, κατά την έκφραση που έκτοτε επεκράτησε, οι αμφιβολίες παρέμειναν. Ελάχιστοι είχαν δει με τα μάτια τους τα στρατόπεδα εργασίας στη Σοβιετική Ένωση ή αλλού. Ελειπε το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιο τρόπο. Επιπλέον, ο «σταλινισμός» συνέχισε να θεωρείται υπεύθυνος για όλα τα έκτροπα: τις εκτοπίσεις, τους βασανισμούς, τα γκουλάγκ, τη λιμοκτονία, τις ψευτοδίκες και τις μαζικές εκτελέσεις.
Επειδή οι πληροφορίες για όλα αυτά -και κυρίως για τους μαζικούς φόνους- είχαν έρθει τμηματικά στη Δύση και επειδή πολλά στοιχεία δεν είχαν -και δεν έχουν- ακόμα δει το φως της ημέρας, δεν μπορούσε να γίνει παρουσίαση της «σούμας» της φονικής κραιπάλης εβδομήντα και πλέον ετών, η οποία, ας μην ξεχνάμε, συνεχίζεται σε όσες χώρες βρίσκονται ακόμα κάτω από το πέλμα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και κυρίως στην Βόρειο Κορέα.
Η Μαύρη Βίβλος κάνει ακριβώς αυτό: συνολοποιεί και συνεκτιμά τις πληροφορίες που μας έχουν περιέλθει από διάφορες μαρτυρίες και επί μέρους μελέτες για συγκεκριμένες χώρες και περιόδους, λαμβάνοντας υπόψη και τα πρόσθετα στοιχεια που είδαν το φως της ημέρας με το άνοιγμα των μυστικών αρχείων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό εμφανίζονται έτσι όπως πραγματικά είναι, δηλαδή τυραννικά και δολοφονικά.
Η καταδίκη αυτή του κομμουνισμού, σε συνδυασμό με τη σχετικά πρόσφατη κατάρρευση αυτών των καθεστώτων στην Ευρώπη, έφερε «το χειμώνα στις ψυχές», κατά τη δραματική έκφραση της κοινωνιολόγου Danielle Sallenave, αλλά και τη ζωογόνο ουτοπία και πάλι στο προσκήνιο της ιδεολογικής συζήτησης. Μετά το μετασοβιετικό πένθος άρχισε η αναζήτηση διεξόδου προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι αντίθετη με το πνεύμα του Μαρξ, όπως θα φανεί αργότερα.
Επιπλέον, όπως επανέλαβε αρκετές φορές ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν, η εμμονή των δυτικών διανοουμένων στις φαντασιώσεις τους, πάνω στις οποίες λικνίζουν τις εξιδανικευτικές τους προσδοκίες για τον κομμουνισμό, αποτελεί δείγμα ηθικής αναισθησίας. Σημαίνει ότι η αντικατάσταση της αντικειμενικής πραγματικότητας από μια ψευδo-πραγματικότητα, όπως λέει ο Alain Besancon, είναι πλήρης και κυριαρχεί απόλυτα στο νου τους.
Όταν, για παράδειγμα, ο αρχισυντάκτης της Humanite λέει στη γαλλική τηλεόραση με αφορμή τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ότι τα 85 ή 100 εκατομμύρια νεκροί στην ιστορία των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν αμαυρώνουν καθόλου το κομμουνιστικό ιδανικό, ασφαλώς δεν αντιλαμβάνεται τη φοβερή ηθική καταδίκη που ο ίδιος απαγγέλλει κατά του κομμουνισμού, δείχνοντας το βαθμό στον οποίο ο τελευταίος παραμορφώνει την πραγματικότητα και πώς αυτή αιχμαλωτίζει τα πνεύματα και καταστρέφει την κριτική τους ικανότητα.
Ίσως προβληθεί η ένσταση ότι η χρήση του όρου «ηθική αναισθησία» είναι υπερβολική, όσον αφορά την εμμονή στο κομμουνιστικό όραμα, «παρ όλα αυτά». Όμως, ας υπενθυμίσω ότι για τους ανθρώπους που ζούσαν έγκλειστοι μέσα στα κομμουνιστικά καθεστώτα, αυτούς που είχαν νιώσει από κοντά τη δυστοπία στην οποία είχε καταλήξει η κομμουνιστική ουτοπία, η εμμονή ορισμένων διανοουμένων στη Δύση στα ουτοπικά οράματα του κομμουνισμού (ή, η εκδήλωση απελπισίας για το τέλος αυτών των κομμουνιστικών καθεστώτων) δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως σύμπτωμα υβριστικής άγνοιας, άρα αναισθησίας στον ύστατο βαθμό για ό,τι συνέβαινε εκεί. Η απαίτηση να λαμβάνεται υπόψη μόνο ο φανταστικός κομμουνισμός και όχι ο πραγματικός είναι λογικά άτοπη και ηθικά αποκρουστική, διότι αναδίδει την ίδια οσμή ιδεολογικού ουτοπισμού που κυριαρχούσε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
3. Βολονταρισμός και εξουσιαστική ακράτεια
Η περιγραφή στη Μαύρη Βίβλο της πρωτόφαντης κλίμακας στην οποία ασκήθηκε η βία στις κομμουνιστικές χώρες έχει την εξήγηση της στην εξουσιαστική ακράτεια που διακρίνει αυτά τα καθεστώτα. Και αυτή έχει άμεση σχέση με τον βολονταρισμό που διέπει την πολιτική τους, δηλαδή την ιδέα σύμφωνα με την οποία τα πάντα είναι εφικτά, αρκεί να υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση. Αυτός ο βολονταρισμός συνδέεται με την τάση παν-πολιτικοποίησης, δηλαδή υπαγωγής όλων των δραστηριοτήτων της κοινωνίας στις πολιτικές αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας.
Ο συνδυασμός του βολονταρισμού με την κάθετη και απεριόριστη εξουσία, υπό την καθοδήγηση μιας, υποτιθέμενα, παναρμόδιας νομιμοποιητικής ιδεολογίας, μας δίνει το σχήμα της εξουσιαστικής ακράτειας που χρησιμοποιεί την τρομοκρατία ως κύριο μέσο επιβολής πολιτικών αποφάσεων. Το τρομοκρατικό στοιχείο διαπερνά το κομμουνιστικό σύστημα διακυβέρνησης και είναι η πηγή της εγκληματικής του δραστηριότητας.
Τα τελευταία χρόνια, αυτό το τρομοκρατικό στοιχείο μπορεί να ατόνησε, ή να έγινε λιγότερο ορατό, όμως το κράτος-κόμμα που κρυσταλλώθηκε σε γιγαντιαίο μπλοκ δεν έχασε τον δυνητικά τρομοκρατικό χαρακτήρα του. Και αυτός ο τρομοκρατικός του χαρακτήρας είναι συνυφασμένος με μια μέθοδο δράσης που απαντάται σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Από ένα σημείο κι έπειτα, ούτε καν λειτουργικό μπορούσε να είναι αυτό το σύστημα, κυρίως διότι η κοινωνία είχε ενσωματωθεί σε ένα παγκόσμιο σύστημα επικοινωνιακής και οικονομικής αλληλοσυσχέτισης, που καθιστούσε αδύνατη την κοινωνική νομιμοποίηση του καθεστώτος, δηλαδή την εξασφάλιση της συναίνεσης.
Η χρεοκοπία του ήταν γενικευμένη και αναπόφευκτη, εφόσον ήταν «εκ κατασκευής» ανεπίδεκτο μεταρρυθμίσεων: οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση θα κατέληγε αναπόδραστα σε κατεδάφιση – και αυτή ήταν στην κυριολεξία η μοίρα της περεστρόικα, σε πείσμα του ονόματός της που, ως γνωστόν, σημαίνει αναδόμηση.
Ο βολονταρισμός, συνεπώς, δεν λειτουργεί, αν επιλέξει κανείς τον «επάρατο» ρεφορμισμό. Ρεφορμισμός, πρακτικά, σημαίνει ηπιότητα και άρνηση χρήσης βίας, δηλαδή άρνηση να εφαρμοσθεί το πολιτικό πρόγραμμα με όποιο κόστος, άρνηση της σύλληψης της πολιτικής ως «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος» ή ως «συνέχισης του πολέμου με άλλα μέσα». Αυτή την αντιστροφή της περίφημης φόρμουλας του Clausewitz, την οποία χρησιμοποιούσε ο Λένιν, αρνείται ο σοβιετικός κομμουνισμός στην τελευταία του ρεφορμιστική φάση επί Γκορμπατσόφ, όπως άλλωστε και οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του 20, που αρνήθηκαν να δεχθούν τους όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Και ο Μαρξ τοποθετείται υπέρ της χρήσης μαζικής βίας σε αρκετά κείμενα του και κυρίως στην Κριτική στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ (1844) όπου γράφει:
«Το όπλο της κριτικής, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική βία (materielle Gewalt) πρέπει να ανατραπεί με υλική βία. Όμως και η ίδια η θεωρία γίνεται υλική βία από τη στιγμή που κατακτά τις μάζες. Η θεωρία είναι σε θέση να κατακτήσει τις μάζες όταν μπορεί να αποδείξει [την αλήθεια της] στον άνθρωπο (ad hominem). Και αυτό μπορεί να το κάνει όταν είναι ριζοσπαστική. Και το να είναι ριζοσπαστική σημαίνει ότι μπορεί να συλλαμβάνει τα πράγματα στη ρίζα τους. Η ρίζα, όμως, για τον άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».
Η χρήση της βίας, επομένως, εντάσσεται στην ιδέα της συνολικής κριτικής στην κοινωνία, κατά τον Μαρξ. Στον Μαρξ η πρακτική κριτική (που σε τελευταία ανάλυση είναι η «κριτική των όπλων») περιλαμβάνει και συγχρόνως ξεπερνάει τη θεωρητική κριτική. Η τελευταία περιορίζεται στο να δείξει ότι μια θεωρία δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα.
Η πρακτική κριτική του Μαρξ αποτελεί μια επέμβαση στην πραγματικότητα, η οποία αναδίδει τη δική της «αλήθεια». Μόνο, όμως, εκείνος που μπορεί να συλλάβει «συνολικά» την κοινωνία στο γίγνεσθαί της και στο σύνολό της έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί ορθά και τη δική του παρουσία, τον δικό του ρόλο σε αυτό το γίγνεσθαι, ως μέρος μιας συνολικής ριζοσπαστικής δραστηριότητας, όπως γράφει ο Μαρξ στην 3η «θέση για τον Feuerbadch».
Από την αρχική του τοποθέτηση, ο μαρξισμός ξεκινάει από ένα υποτιθέμενο γνωσιακό προνόμιο, εφόσον μόνο αυτός είναι σε θέση να συλλάβει «συνολοποιητικά» και «διαλεκτικά» το γίγνεσθαι και την κοινωνία και επομένως μόνο στο όνομα αυτής της σύλληψης μπορούν να πραγματοποιηθούν εγχειρήματα μεγάλης πνοής, που περιλαμβάνουν και το επαναστατικό εγχείρημα ως συνολική, πρακτική κριτική στην κοινωνική κατάσταση των πραγμάτων ως έχουν.
Από αυτό είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η βία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του μαρξισμού και ότι δεν είναι οι στρεβλώσεις ή αλλοιώσεις τις οποίες επέφεραν οι «επίγονοι» που εισάγουν «ως μη έδει» τη βία στη μαρξιστική πρακτική. Στο σημείο αυτό, ο Λένιν και ο Στάλιν είναι απόλυτα συνεπείς με το πνεύμα του Μαρξ.
Ας επιστρέψουμε όμως στην «υλική βία», την οποία ο Μαρξ αντιλαμβάνεται ως μορφή κριτικής. Για τον Μαρξ, η κριτική έχει το νόημα της αντίθεσης σε μια κατάσταση και θεωρεί ότι μια ολοκληρωτική αντίθεση στην κρατούσα τάξη πραγμάτων θα αποτελούσε μια συνολική κριτική σ αυτήν. Στο αποκορύφωμά της, στην πιο οξεία της μορφή, η κριτική αυτή αποκτά τη μορφή ένοπλου αγώνα – «κριτική των όπλων».
Δεν είναι οι άνθρωποι που πρέπει να αλλάξουν ιδέες, σύμφωνα με τον Μαρξ, αλλά οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ τάξεων, ώστε να επικρατήσουν άλλες ιδέες. Επομένως, αντιστρέφονται οι όροι της ορθολογικής πρότασης του Karl Popper, που ζητάει «να πεθάνουν οι ιδέες στη θέση μας» και να αντικατασταθεί «ο εξαλειπτικός ρόλος της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο της κριτικής» Στην κριτική των όπλων, οι ιδέες πεθαίνουν μαζί με τους φορείς τους. Δεν μπορεί να εξαλειφθεί μια ιδέα με τη δύναμη απλώς της κριτικής, και με τη χρήση της γλώσσας, που ως μέσον είναι οικονομικότερο από τη βία, αλλά με τα όπλα, με το θάνατο των προσώπων που είναι φορείς αυτών των ιδεών: αυτή ήταν η φιλοσοφία των σταλινικών και των λενινιστικών εκκαθαρίσεων και βρίσκεται ήδη στην ιδέα της κριτικής που απαντάται μέσα στο έργο του νεαρού Μαρξ.
Όπως είναι φυσικό, οι περισσότεροι μαρξιστές διανοούμενοι βρίσκουν ακόμα την ιδέα της επαναστατικής βίας ελκυστική και δικαιολογημένη, εφόσον είναι συνυφασμένη με τη συνολική κριτική στην κοινωνία, την οποία οι ίδιοι θεωρούν ότι μπορούν να την ασκήσουν. Όμως, η ίδια η ιδέα μιας πανοπτικής ικανότητας, που είναι σύμφυτη με εκείνη που ασπάζεται αυτός που δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να ασκήσει «συνολική κριτική», σχετίζεται με εκείνη του γνωστικού προνομίου που υπόρρητα δίνει στον εαυτό του ο μαρξισμός και που προδίδει τον έμφυτο δογματισμό του. Και από θέσεως δογματικής ισχύος, κρίνοντας τον κόσμο sub specie auctoritatis, υπό το πρίσμα της εξουσίας, ασκεί κριτική η οποία είναι «συνολική».
Η κριτική αυτή συνεπάγεται την εξάλειψη πολλών φορέων «λανθασμένων» ιδεών, και μαζί τους πολλών άλλων που ούτε καν συγκαταλέγονται σ’ αυτούς, εφόσον μαζί με το ξερό καίγεται και πολύ χλωρό. Ο διανοούμενος που προσελκύεται από τον μαρξισμό και την ιδεατής συνολικής κριτικής, η οποία μπορεί, γι αυτόν το λόγο, να πάρει και βίαιες μορφές σε εποχές αιχμής, δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπρος στο περιεχόμενο ενός βιβλίου όπως η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού.
Η ανάγνωσή του τον οδηγεί σε ένα δίλημμα: ή θα πρέπει να αναθεωρήσει τις αφετηριακές του παραδοχές ή να δεχθεί ένα εξαιρετικά υψηλό ηθικό τίμημα μιας ιδεολογικής επιλογής υπέρ του μαρξισμού σήμερα, πολύ ψηλότερα από ό,τι οι περισσότεροι από μας θεωρούμε αποδεκτό. Η οδός της ευκολίας είναι να απορρίψει το δίλημμα και τους όρους του, αρνούμενος να εξετάσει σοβαρά σε τι συνίσταται το πρόβλημα που θέτει η Μαύρη Βίβλος, είτε απορρίπτοντάς την ως ανυπόστατη, είτε απλούστερα, με τον παραδοσιακό τρόπο που ισχύει «εις την φυγόπονον Ελλάδα» από την εποχή του Ροΐδη, μην μπαίνοντας στον κόπο να το διαβάσει.
4. Η ανάγκη διανοητικής μετάλλαξης
Με την εμφάνιση νέων στοιχείων από τα μυστικά αρχεία των πρώην κομμουνιστικών χωρών, επιβεβαιώθηκαν με το παραπάνω τα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει προηγούμενες έρευνες, οι οποίες είχαν παραμεριστεί παλιότερα ως «αφερέγγυες» ή «αντιδραστικές».
Η Μαύρη Βίβλος αξιοποιεί το σύνολο των παλαιότερων αναλύσεων, καθώς και των νέων στοιχείων. Η δημοσίευση αυτών των στοιχείων εξαλείφει οποιαδήποτε δυνατότητα διατήρησης έστω και της παραμικρής ψευδαίσθησης όσον αφορά την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Στις εξιδανικευτικές εικόνες των ιδεολογικών ωραιοποιήσεων αντιτάσσονται τα γεγονότα στη γλώσσα των αριθμών. Βέβαια, τα γεγονότα δεν μιλούν ποτέ μόνα τους. Και οι αριθμοί μόνοι τους δεν σημαίνουν τίποτα. Όμως τα γεγονότα. όπως έλεγε ο Λένιν, έχουν πεισματικό χαρακτήρα.
Και οι αριθμοί, όταν είναι αστρονομικοί, μπορούν να αναταράξουν τις συνειδήσεις, πράγμα συχνά αναγκαίο για να δημιουργηθεί ένας προβληματισμός. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιο συνταρακτικό γεγονός, η επαφή με κάτι αναπάντεχο, μεταβάλλει ριζικά ένα ολόκληρο σύστημα εδραιωμένων πεποιθήσεων ή τουλάχιστον το θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση. Έτσι, μπορεί να σχηματισθεί η μετάλλαξη ή το Gestalt switch, όπως ονομάζει ο Thomas Kuhn την καθοριστική μεταβολή στη νοητική στάση των επιστημόνων, που τους επιτρέπει να δεχθούν μια νέα επιστημονική θεωρία, εγκαταλείποντας το «παράδειγμα» στο οποίο ήταν έγκλειστοι και το οποίο λειτουργούσε ως επιστημονική ορθοδοξία.
Όμως, τέτοιες μεταλλάξεις δεν πραγματοποιούνται όταν οι ίδιοι οι πνευματικοί ανθρωποι αρνούνται να εξετάσουν τα γεγονότα, απορρίπτοντας τα πειραματικά δεδομένα εκ προοιμίου, ακριβώς όπως πολλοί θεολόγοι την εποχή του Γαλιλαίου είχαν ευγενώς αρνηθεί την πρόσκληση του να ελέγξουν την ηλιοκεντρική του θεωρία παρατηρώντας τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων από το τηλεσκόπιό του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήθελαν να εκτεθούν στη γνώση που θα προερχόταν από την παρατήρηση, εφόσον αυτή θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε απαράδεκτα συμπεράσματα -δηλαδή στην αποδοχή θέσεων που δεν θα ήταν θρησκευτικώς ορθές- κάτι αντίστοιχο με το «πολιτικώς ορθό» των ημερών μας.
5. Η αιτιακή σχέση μεταξύ κομμουνισμού και εγκλήματος
Όπως ανέφερα πιο πάνω, και όπως προκύπτει από την ανάγνωση των κειμένων, η εξήγηση για την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων συνίσταται στην εξουσιαστική ακράτεια που τα διακρίνει, η οποία με τη σειρά της είναι απόρροια της κάθετης δομής της εξουσίας σε συνδυασμό με τον ακραίο βολονταρισμό της κομμουνιστικής πολιτικής, η οποία συνδέεται με τη στρατηγική της ρήξης με το παρελθόν με την οποία είναι συνυφασμένη.
Ο βολονταρισμός -απαραίτητος για την απόλυτη ρήξη με το παρελθόν- και η απόλυτη αφοσίωση και πειθαρχία στο Κόμμα είναι οι κύριες αιτίες της εγκληματικότητας του κομμουνισμού, εφόσον από την αφετηριακή του αυτοθέσπιση το κομμουνιστικό καθεστώς αποστρέφεται οποιαδήποτε εμπόδια ή όρια -ηθικά, πολιτικά ή πολιτιστικά- στην εφαρμογή του προγράμματός του. Γι αυτό και η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, την οποία πρωτοδιατύπωσε ο Μαρξ και επεξεργάστηκε θεωρητικά ο Λένιν, εκφράζει απόλυτα το πνεύμα και τις ανάγκες του κομμουνιστικού κινήματος, που συνοψίζεται ακριβώς σ αυτόν τον συνδυασμό βολονταρισμού και συγκεντρωτισμού. Ιδού τι γράφει ο Λένιν πάνω σ αυτό το θέμα, τον Μάιο του 1920:
«Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας αδυσώπητος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, στρατιωτικός, οικονομικός, παιδευτικός και διοικητικός, εναντίον της δύναμης της παράδοσης (traditsya) του παλιού κόσμου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από τη συνήθεια (privytchka) εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Χωρίς ένα κόμμα με σιδερένια πυγμή, ατσαλωμένο στους αγώνες, είναι αδύνατο να δοθεί στήριγμα σ αυτόν τον αγώνα».
Η σημασία που δίνει ο Λένιν στην παράδοση και τη συνήθεια, καθώς και στην ανάγκη ρήξης με το παρελθόν, τη στιγμή που η αντίσταση στην αλλαγή έχει τεράστια δύναμη, ορίζει την ανάγκη δημιουργίας ενός παντοδύναμου κόμματος. Το κόμμα αυτό θα πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αποφασιστικότητα και την πιο πειθαρχημένη οργάνωση για να φέρει εις πέρας το πρόγραμμά του, πηγαίνοντας ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη φύση, δηλαδή στη δύναμη που έχουν η παράδοση και η αδράνεια. Το κομμουνιστικό κόμμα, συνεπώς, είναι κατά τον Λένιν το κέντρο ευθύνης για το συνολικό πρόγραμμα που εφαρμόζει, πηγαίνοντας ενάντια στα κατεστημένα συμφέροντα, ενάντια στις κατεστημένες νοοτροπίες και ενάντια στην ίδια την κοινωνία, αν και όταν χρειασθεί.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κομμουνιστικό κόμμα ήταν αντικείμενο απόλυτης αφοσίωσης για τα μέλη του. Ο αμείλικτος και αδίστακτος χαρακτήρας της εξουσίας ενός τέτοιου κόμματος ασκούσε μαγνητική έλξη σε πολλούς διανοουμένους, όπως αργότερα ομολόγησαν προσωπικότητες όπως ο Arthur Koestler, ο Emannuel Leroy-Ladurie, ο Francois Furet, ο Claude Lefort και άλλοι πολλοί. Το κόμμα αυτό ήταν η αναγκαία και αδίστακτη δύναμη, η ατσαλένια συλλογική βούληση που εκφραζόταν μέσα στην κάθετη οργάνωση της εξουσίας του και αντιπροσώπευε για τους οπαδούς του την «ενσάρκωση της επαναστατικής ιδέας στην Ιστορία», για να επαναλάβουμε τα λόγια του Ρουμπάσοφ, του ήρωα του μυθιστορήματος του Koestler “Το μηδέν και το άπειρον”
Από την άλλη μεριά, η ιδεολογία της ρήξης με το παρελθόν παράγει και την αντίστοιχη στρατηγική. Και το έγκλημα εγγράφεται μέσα σ αυτήν τη στρατηγική. Οι κομμουνιστές κατέφυγαν σε μαζικές εγκληματικές ενέργειες των διαφόρων κομμουνιστικών καθεστώτων, που σαν πανώλη εξαπλώθηκαν από τη Β. Κορέα ώς την Καμπότζη και από την ΕΣΣΔ ώς τη Νικαράγουα.