Είπα να ρίξω μια ματιά στους δρόμους της ψυχής μου, να
κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ, να μην βλέπω άλλο ανθρώπους να περπατούν σαν χαμένοι στο μαύρο που ήρθε κι έδιωξε το φως. Δεν αντέχει
το βλέμα να κοιτάζει ανθρώπους με χαμένη την περηφάνια, που περπατούν με
βήματα βαριά κι έχουν γερμένους τους ώμους
από το κρύο που τους έζωσε απ' όταν ήρθε το
σκοτάδι. Κι εγώ, ένα με όλους τους άλλους,
να
προχωρούμε γρήγορα χωρίς να κοιταζόμαστε, χωρίς να μιλάμε,
με μοναδική μας έγνοια όχι το αν θα ζήσουμε, αλλά πόσο ακόμη θα αντέξουμε σε
ετούτο τον χαμό.
Σε αυτόν τον ανείπωτο αόρατο πόλεμο, που πέφτουν κορμιά δίχως να υπάρχουν βόμβες αλλά ούτε και σφαίρες, εσύ κι εγώ πρέπει επιτέλους να σηκώσουμε το βλέμμα, να κοιτάξουμε που μας πηγαίνουν κι έπειτα να πάρουμε μίαν απόφαση: θα συνεχίσουμε να περπατάμε προς το τέλος που μας ετοίμασαν ή θα αλλάξουμε πορεία αφήνοντας τους πραματευτάδες των ψυχών να βαδίσουν προς το δικό τους φρικτό τέλος;
Εμένα, θέλω να ξέρεις πως δεν μου κόφτει και πολύ. Αλλά, μέσα σε ετούτη την παραζάλη και την σιωπή που τρυπά το είναι μου, γνώμη μου είναι πως ο μόνος δρόμος που έχουμε είναι να ξαναβρούμε την αξιοπρέπειά μας, να σηκώσουμε τους ώμους μας, να σταθούμε γερά στα πόδια μας κι έπειτα ν’ αρνηθούμε όλα ετούτα τα φριχτά που μας ζητούνε τα δουλικά των δαιμόνων να πράξουμε.
Κοίτα να δεις τι ο νους μου ορίζει πως πρέπει να κάνουμε όλοι μας…
Πάρε μια αγκαλιά από τον γαλάζιο ουρανό.
Μετά, πάρε μια χούφτα από το καθάριο νερό αυτής της πατρίδας.
Τέλος, σκύψε και πάρε στα χέρια σου και μια χούφτα ματωμένης Ελληνικής γης.
Βάλτα όλα μαζί και μπορείς να κάνεις τα πάντα.
Μπορείς να σμιλέψεις τα όνειρά σου και να τους δώσεις ζωή…
Μπορείς να διώξεις το σκοτάδι με ένα σου νεύμα… και να ξαναφέρεις το φως στη ζωή σου.
Μπορείς να χτίσεις τον κόσμο ολόκληρο με όσα κρύβουνε μέσα τους τα «υλικά» αυτής της μικρής μα τόσο μεγάλης και άγιας πατρίδας…
Το ξέρουν ετούτοι και το ξέρεις κι εσύ, πως στο τέλος έτσι θα γίνει. Θα ξαναχτίσεις την γκρεμισμένη σου πατρίδα, με τις πέτρες της, με την ψυχή σου να μπαίνει στα ιερά χώματα και να την «δένει» και με την πίστη σου να στεριώνει όλα εκείνα που τα χέρια σου θα φτιάξουν. Γι αυτό, ούτε πέτρες, ούτε χώμα, ούτε αέρα και νερό έχουμε να δώσουμε σε εκείνους που τα θέλουν.
Μα, πρέπει κάνουμε γρήγορα. Όσο τώρα το αργούμε, τόσο περισσότερος θα είναι ο κόπος όταν θα έρθει η στιγμή να χτίσουμε ξανά την πατρίδα και να ορίσουμε εμείς τον τρόπο που θέλουμε να ζήσουμε και τον τόπο που θέλουμε να μας αναπαύσει...
Γι αυτό σου λέω, έλα να συνταχθούμε μαζί, σε μια γραμμή… Δίπλα και όχι αντίκρυ. Να καθίσουμε και να βρούμε όσα μας κάμουν ένα και να αφήσουμε όλα τα άλλα, τα ξένα, στην άκρη. Να καθίσουμε και να σκεφτούμε καλά και με μεγάλη προσοχή και στο τέλος μαζί ν' αποφασίσουμε τον τρόπο που θα διώξουμε ετούτους που σκοπό βάλανε να μας κάνουνε δικούς τους δούλους...
Κι εσύ, που είσαι έμπειρος σε ετούτα, σε παρακαλώ να έρθεις και να μου μάθεις εκείνα που η ζωή σου δίδαξε.
Έλα να μου μάθεις πώς να πετάω και όχι πώς να σέρνομαι…
Έλα να μου δείξεις πως να ζω και όχι πώς να πεθαίνω…
Έλα να μου θυμίσεις τι είναι η αξιοπρέπεια, τη λευτεριά και όλα τ' άλλα που μου έκλεψαν οι επιτήδειοι ελεεινοί λιμοκοντόροι.
Ευκαιρίες πολλές δεν θά 'χουμε, να το ξέρεις. Κι όσο ο χρόνος περνά, τόσο θα βαραίνει το φορτίο που πρέπει εμείς να κουβαλήσουμε. Γιατί, δικό μας είναι το φορτίο αυτό, δική μας είναι αυτή η ευθύνη. Κι είναι βαρύ, αλλά κι ευλογημένο από τους αγίους κι από τους ήρωές μας.
Άντε λοιπόν να συνταχθούμε... όπως κάποτε πράξανε οι παπούδες μας όταν το καθήκον για την λευτεριά τους κάλεσε.
Άντε λοιπόν, να αδερφωθούμε... γιατί αδέρφια δεν είναι μόνο εκείνα που η ίδια μάνα τα γεννά, μα αδέρφια γίνονται και όσοι μαζί περνούνε δύσκολα κι όσοι μαζί περνούν από πόλεμο. Και σε ετούτο τον πόλεμο που τώρα ζούμε, αδέρφια γίναμε όλοι.
Άντε λοιπόν, να γράψουμε και πάλι την ιστορία και να δείξουμε σ' όλους πως εμείς ξέρουμε να πέφτουμε, αλλά ξέρουμε και να σηκωνόμαστε. Αυτή είναι η ράτσα μας από πάντα...
Σε αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο, λοιπόν, μην ξεχάσεις ποτέ, πως πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, αλλά στο τέλος τους νικάς.
Έτσι είναι φτιαγμένα τα πράγματα.
Και σήμερα αυτά είναι που παίρνουν σάρκα και οστά στα όσα άσχημα μας συμβαίνουν, στα όσα εμείς επιτρέπουμε να μας κάνουν και στα όσα μέλλει να συμβούν όταν αποφασίσουμε να πάψουμε να είμαστε σκυμμένοι και σηκώσουμε το ανάστημά μας.
Κι επειδή ετούτοι οι ελεεινοί δεν είναι άξιοι ούτε να μας πούνε πως μας πολεμούν, κι επειδή είναι ανάξιοι να μας διαφεντεύουν, επειδή δεν είναι άξιοι ούτε στη σκιά από το όνομα της πατρίδας μας να ζούνε, άντε να βάλουμε μπρος να σταματήσουμε αυτό το κακό και να αρχίσουμε να φτιάχνουμε ετούτη την πατρίδα όπως την ονειρευτήκαμε. Εξάλλου, τί άλλο μεγαλύτερο χρέος έχουμε από το να την παραδώσουμε ολόκληρη σε εκείνους που έρχονται μετά από εμάς;
Αυτή είναι και η μεγάλη μας ευκαιρία να ξαναβρούμε την αξιοπρέπεια και την περπατησιά μας...
Κωνσταντίνος