«Σοφός δεν είναι όποιος δεν θυμώνει. Σοφός είναι όποιος θυμώνει τη σωστή στιγμή, στο σωστό βαθμό και με το σωστό στόχο.»
Αριστοτέλης
Εδώ και τρία χρόνια διαβάζω στα μπλοκ και στα social media για τα ελικόπτερα που έρχονται. Τα ελικόπτερα που θα πάρουν τους προδότες.
Όλο διαβάζω ότι έρχονται κρεμάλες κι ότι έρχονται Γουδιά και ότι η οργή
των πολιτών έχει φτάσει στο απροχώρητο και ότι η επανάσταση όπου να ‘ναι
αρχίζει και ότι…Αριστοτέλης
Εδώ και τρία χρόνια διαβάζω στα μπλοκ και στα social media για τα ελικόπτερα που έρχονται. Τα ελικόπτερα που θα πάρουν τους προδότες.
Κι επειδή είμαι αφελής κι αιθεροβάμων τα πιστεύω και βάζω στη διαπασών τις Βαλκυρίες και τον Ξυλούρη.
Έτσι και τις προάλλες, καθώς πηγαίναμε στην ΕΡΤ3 για να πάρουμε μέρος στην επανάσταση («i had to start it somewhere, so i started there») φανταζόμουν σκηνές όπως η Παρισινή Κομμούνα.
Μετά από λίγα λεπτά στο δρόμο οι αυταπάτες μου διαλύθηκαν. Οι ταβέρνες ήταν γεμάτες, στα καφέ και στα μπαρ συνωστισμός -που σε τίποτα δεν έμοιαζε με εκείνον στην προβλήτα της Σμύρνης.
«Έχει λεφτά ακόμα ο κόσμος», μου είπε το έτερον ήμισυ.
Στην ΕΡΤ3 βρίσκονταν λίγο περισσότεροι διαδηλωτές από το επιτρεπτό όριο. Έτσι νομίζω τουλάχιστον, δεν μας μέτρησα για να δω αν ήμασταν 200. Πάντως υπήρχαν αρκετές καντίνες με «βρώμικα» για να ταΐσουν πολύ περισσότερους και αρκετές μπύρες για να μεθύσουν όλους τους χίπηδες του Γούντστοκ.
Ήμασταν μαζεμένοι οι «γραφικοί» της πόλης. Αντιεξουσιαστές, λ-μ και μ-λ, αριστεροί των συνιστωσών, οι επιζήσαντες από την ανταρσία του Μπάουντι, ολίγον από Σπίθα, φοιτητές που γελούσαν, μεσήλικες και γέροι που έσφιγγαν τα δόντια, ποδηλάτες και σκυλιά, γελωτοποιοί και λοιποί μπλόγκερ.
Ωραία πρόσωπα όλοι τους, καθαρά, τόσο που τους κοίταγα και σκεφτόμουν να τους πάρω και να πάμε να φτιάξουμε μια καινούρια πόλη, ίσως και χώρα, σε κάποιο μέρος όπου δεν θα υπάρχουν ελικόπτερα και προδότες.
Ο γιος μου γρήγορα βαρέθηκε. Είχε απογοητευτεί μάλλον, γιατί περίμενε κάτι περισσότερο από τη περίφημη «διαμαρτυρία», για την οποία τόσα είχε ακούσει. Μπορεί απλά να είχε κουραστεί από τη ζέστη.
Ακούσαμε τα βιολοντσέλα να παίζουν ένα αντάτζιο του Μπαχ, που ακουγόταν σαν ρέκβιεμ για την επανάσταση και φύγαμε.
Στο γυρισμό είδαμε ακόμα περισσότερο κόσμο στα μπαρ και τις ταβέρνες –ή μπορεί να μας φανήκαν περισσότεροι.
«Έχει ακόμα λεφτά ο κόσμος», παραδέχτηκα κι εγώ.
Αλλά δεν είναι θέμα χρημάτων, όχι απόλυτα, είναι περισσότερο θέμα θυμού. Οι Έλληνες δεν είμαστε σοφοί, όχι γιατί δεν θυμώνουμε, αλλά γιατί θυμώνουμε με λάθος τρόπο.
Καταρχήν είναι η στιγμή. Η σωστή στιγμή για να θυμώσεις δεν είναι χθες, πριν τρία χρόνια, όταν θα τελειώσουν τα λεφτά, όταν θα σου έρθει το εκκαθαριστικό. Η σωστή στιγμή είναι πάντα τώρα.
Το παρελθόν είναι μόνο αναμνήσεις, καταγεγραμμένες στα κύτταρα του σώματος μας ή στα βιβλία.
Το μέλλον είναι αβέβαιο and the end is always near, όπως έλεγε ο Τζίμης ο Μόρισον.
Μόνο το παρόν υπάρχει.
Μετά είναι ο τρόπος. Ακόμα και αν σταθείς ακίνητος στο μέσο μιας πλατείας μπορείς να καταφέρεις περισσότερα απ’ το να βρίζεις την οθόνη του υπολογιστή σου ή της τηλεόρασης.
Ο θυμός δεν μπορεί να είναι παρά δημόσιος.
Τα εν οίκω μη εν δήμω και αν εσύ φωνασκείς στο σπίτι σου το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να τρομάξεις το παιδί σου.
Και το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ο στόχος του θυμού σου.
Αν τον στρέψεις στον εαυτό σου θα αυτοκτονήσεις.
Αν τον στρέψεις στην οικογένεια σου θα δυστυχήσεις.
Αν τον στρέψεις στους μετανάστες θα κακουργήσεις.
Αν τον στρέψεις σε εκείνους «που έχουν την ψευδαίσθηση πως είναι εξουσία» θα φυλακιστείς.
Αν τον στρέψεις στους «προνομιούχους βολεμένους» του δημοσίου θα υπηρετήσεις τα συμφέροντα αυτών που προκάλεσαν το θυμό σου.
Αν τον στρέψεις σε εκείνους που «έχουν ακόμα λεφτά» θα τους πείσεις ότι η διαμαρτυρία σου είναι βρώμικη, όπως και τα σουβλάκια που δεν θες να αγοράσεις.
Ονειρεύομαι τη στιγμή που οι άνθρωποι θα θυμώσουν και θα πάνε να σταθούν μπροστά στη Βουλή, στα Δημαρχεία, τις εφορίες, τα κανάλια και τα σούπερ-μάρκετ χωρίς να μασουλάνε σουβλάκια.
Τη μέρα που θα πουν «δεν ψωνίζω τίποτα».
Τη μέρα που θα πουν «δεν πληρώνω τίποτα».
Τη μέρα που θα πουν «δεν δουλεύω άλλο».
Τη μέρα που θα σηκώσουν ό,τι λεφτά τους έχουν μείνει στις τράπεζες.
Τη μέρα που θα αρνηθούν –επώνυμα- να κάνουν διακανονισμό στην εφορία.
Αν αυτό το έκανε το 10% του πληθυσμού (ένα εκατομμύριο στην Ελλαδίτσα) τότε θα έληγαν όλα.
Αλλά αυτό δε θα συμβεί όσο θυμώνουμε κατόπιν εορτής, όσο θυμώνουμε σπασμωδικά, όσο θυμώνουμε με λάθος ανθρώπους.
Όσο οι καφετέριες είναι μισογεμάτες και οι διαμαρτυρίες μισοάδειες, οι κυβερνήσεις αισιοδοξούν και αυθαιρετούν.
Γελωτοποιός