Κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ισχυρότερων επιχειρήσεων του
γερμανικού κεφαλαίου είναι ο μεγάλος συνασπισμός που δημιούργησαν χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία.
Εκτός από τη συνεχή προσπάθεια επέκτασης του οικονομικού Ράιχ σε
βάρος της περιφέρειας της ευρωζώνης, η Ανγκελα Μέρκελ έχει λάβει πλέον
σαφείς εντολές να πραγματοποιήσει μια κατά μέτωπο επίθεση σε βάρος των
Γερμανών εργαζομένων.
Όπως αποκάλυψε το περιοδικό Σπίγκελ, τα λόμπι των μεγαλύτερων
γερμανικών πολυεθνικών καθόρισαν μέχρι και τις τελευταίες λεπτομέρειες
των προγραμματικών δηλώσεων που κατέθεσαν τα δυο κόμματα για το
σχηματισμό του συνασπισμού. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που
καθυστέρησαν να μπουν οι τελικές υπογραφές καθώς στελέχη μεγάλων
ιδιωτικών εταιρειών αλλά και επιχειρήσεων από τους κλάδους της
ενέργειας, της φαρμακοβιομηχανίας κτλ έστελναν καθημερινά διορθωτικές
επισημάνσεις στους πολιτικούς του CDU και του SPD. Είναι χαρακτηριστικό
ότι ο ενεργειακός κολοσσός RWE, ο οποίος τα τελευταία χρόνια
χρησιμοποιεί την Μέρκελ απροσχημάτιστα σαν «νταβατζή» στις σχέσεις του
με ξένες κυβερνήσεις, είχε δημιουργήσει ένα «κέντρο επιχειρήσεων» στο
οποίο στελέχη και αναλυτές παρακολουθούσαν και παρενέβαιναν επί 24ωρου
βάσεως στις συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Ανάμεσα στις σημαντικότερες αλλαγές που κατάφεραν να επιβάλλουν τα
λόμπι των γερμανικών εταιρειών ήταν να αυξηθούν οι άμεσες και έμμεσες
κρατικές επιδοτήσεις στις ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής ενέργειας και να
επωμιστούν οι φορολογούμενοι την προσυμφωνημένη αποσυναρμολόγηση των
πυρηνικών εργοστασίων. Το μόνο λόμπι που έδινε μάχη για να μην υπάρξει
καμία αλλαγή ήταν αυτό των μεγάλων τραπεζών, που προφανώς πιστεύει ότι
το καθεστώς που έχουν δημιουργήσει οι κυβερνήσεις του Γκέρχαρντ Σρέντερ
και της Άγκελα Μέρκελ είναι τόσο προνομιακό για τα συμφέροντά τους που
δεν επιδέχεται βελτιώσεων.
Πέραν φυσικά από τα επιμέρους συμφέροντα που προωθούσαν κύκλοι της
γερμανικής αστικής τάξης ο μεγάλος συνασπισμός έχει λάβει δυο σαφείς
εντολές: να συνεχίσει την καταστροφική πολιτική λιτότητας στην ευρωπαϊκή
ένωση, η οποία χάρη στα δομικά χαρακτηριστικά της ευρωζώνης δημιουργεί
ελλείμματα και χρέη στην περιφέρεια και προσφέρει πλεονάσματα στη
Γερμανία, και να μεταφέρει αυτή την πολιτική και στο εσωτερικό της
Γερμανίας σε βάρος των εργαζομένων.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση σχηματισμού
του μεγάλου συνασπισμού το ανώτατο δικαστήριο της χώρας απέρριψε όλες
τις προσφυγές που είχαν γίνει εναντίον των υπεργολάβικών εταιρειών οι
οποίες εποινικιάζουν εργαζόμενους σε μεγάλες εταιρείες. Πρόκειται για
μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του γερμανικού κεφαλαίου απέναντι σε
κάθε μορφή συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και συλλογικής διαπραγμάτευσης
αφού επιτρέπει στις εταιρείες να αντικαθιστούν τους υπαλλήλους τους κάθε
φορά που αυτοί δικαιούνται αύξηση ή ασφάλιση.
Η επίθεση εναντίων των ασθενέστερων εισοδηματικά στρωμάτων είναι
πλέον εμφανής στους δείκτες φτώχειας που ξεπερνούν κάθε ρεκόρ στην
μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας. Στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία
του πλανήτη ένα στα δέκα παιδιά ζει κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ
χιλιάδες συνταξιούχοι είτε επιβιώνουν χάρη σε ειδικά επιδόματα πρόνοιας
είτε αναγκάζονται να επιστρέψουν στις εργασίες τους για να συμπληρώνουν
τη σύνταξή τους. Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ στα μεγαλύτερα εργοτάξια
της χώρας καταγράφονται όλο και συχνότερα συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς με
ξένους εργάτες να αναγκάζονται από τους εργολάβους να κοιμούνται σε
οικοδομές και να μοιράζονται μια τουαλέτα ανά πενήντα άτομα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του γερμανικού κεφαλαίου πάντως είναι ότι
προκειμένου να επιβάλλει αυτές τις μεσαιωνικές συνθήκες στους λαούς της
Ευρώπης αλλά και στον πληθυσμό της Γερμανίας έχει αρχίσει να καταστρέφει
το στελεχιακό δυναμικό των κομμάτων εξουσίας. Η Μέρκελ μπορεί πλέον να
ηγείται του ισχυρότερου κυβερνητικού συανπισμού στην ιστορία της
Γερμανίας, με 504 από τις 631 της Μπούντεσταγκ, αλλά σταδιακά
καταστρέφει τα συστατικά στοιχεία αυτού του εγχειρήματος. Η απόφαση των
σοσιαλδημοκρατών να υποταχθούν με εξευτελιστικούς όρους στο μεγάλο
συνασπισμό της δεξιάς, τη στιγμή μάλιστα που είχαν θεωρητικά τη
δυνατότητα να ηγηθούν ενός συνασπισμού της κεντροαεριστεράς, αποτελεί
πολιτική αυτοκτονία άνευ προηγουμένου, αφού εξαφανίζει δια παντός κάθε
ελπίδα επιστροφής από την εκλογική άβυσσο.
Εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του συνδέσμου
Γερμανών βιομηχάνων, ο οποίος απαίτησε την ευρύτερη δυνατή συναίνεση για
την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, το SPD αποφάσισε στην κυριολεξία
να θυσιαστεί στο βωμό των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Το εγχείρημα αυτό δεν θα είχε επιτευχθεί φυσικά εάν τα κόμματα της
αντιπολίτευσης δεν είχαν τηρήσει τόσο μετριοπαθή ή και ενδοτική στάση
απέναντι στις απαιτήσεις των οικονομικών κέντρων της Γερμανίας. Η
αποδοχή του μεγάλου συνασπισμού από τα μεγαλύτερα συνδικάτα, η
ανομολόγητη στήριξη που προσφέρουν οι Πράσινοι στους χριστιανοδημοκράτες
(στο ομόσπονδο κρατίδιο της Εσσης είχαμε και τον πρώτο συνασπισμό CDU –
Πρασίνων) και η όλο και μετριοπαθέστερη στάση του κόμματος της
Αριστεράς, αφήνουν στη νέα κυβέρνηση απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Την
ίδια ώρα όμως η κυβέρνηση φαίνεται να προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει
κοινωνικές αναταραχές.
Η επιθετικότητα της νέας κυβέρνησης έγινε εμφανής από την πρώτη ημέρα
με την επιλογή των νέων υπουργών: Η παραμονή του Σόϊμπλε στο υπουργείο
οικονομικών αποτελεί «εγγύηση» συνέχισης της αδίστακτης λιτότητας, η
μεταφορά του πρώην υπουργού Τόμας ντε Μεζιέρ από το υπουργείο Άμυνας στο
Εσωτερικών εκλαμβάνεται από αναλυτές ως σήμα ενίσχυσης των
κατασταλτικών μηχανισμών και των μυστικών υπηρεσιών, ενώ η τοποθέτηση
της «σκληρής» Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν στο υπουργείο Άμυνας προοιωνίζεται
κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Είναι πλέον σαφές ότι οι μεγάλοι συνασπισμοί, που έχουν ήδη
δημιουργηθεί στην Ελλάδα την Αυστρία, αποτελούν σαφή εντολή των
οικονομικών ελίτ και δίνουν ια πρόγευση του πολιτικού μέλλοντος της
Ευρώπης για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Καθώς το πολιτικό κατεστημένο σε
ολόκληρη την Ευρζωζώνη αδυνατεί να διαχειριστεί την κρίση του
οικονομικού συστήματος, η συσπείρωση σε μεγάλους συνασπισμούς είναι η
τελευταία του επιλογή προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των
οικονομικών ελίτ. Την προηγούμενη φορά όμως που παρατηρήθηκε στην
ευρωπαϊκή ιστορία τέτοια αδυναμία πολιτικής διαχείρισης της κρίσης οι
ελίτ άφησαν στον εαυτό τους μια και μοναδική επιλογή για να διατηρήσουν
και να αυξήσουν την κερδοφορία τους: να καλέσουν στην εξουσία την
εφεδρεία του φασισμού.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 22/12/2013a