Υπάρχει μια χρονική στιγμή στην μεταπολιτευτική Ελλάδα που είναι
ακαθόριστη ημερολογιακά, αλλά ταυτόχρονα σαφής εννοιολογικά, ως το
κρίσιμο σημείο μετά από το οποίο όλα
άλλαξαν, άπαξ δια παντός, στην
κοινωνία και στις αξίες αυτής της χώρας.
Αυτή είναι η στιγμή που ως μοναδικός μηχανισμός παραγωγής αφήγησης
και νοήματος απέμεινε η ιδιωτική τηλεόραση, εκτοπίζοντας οτιδήποτε άλλο
μπορεί να δημιουργούσε ήθη, έθιμα ή να διαμόρφωνε κοινή γνώμη στην
ελληνική κοινωνία.
Σε αυτή την συγκεκριμένη στιγμή η νοοτροπία των πολιτών έκανε μια
ιστορική στροφή κατά την οποία εδραιώθηκε μια νέα μαζική ψυχολογική
ταυτότητα, πεισματικά αποκομμένη από κάθε προοπτική διαφορετικής
εξέλιξης εκτός από εκείνην που υπαγορεύονταν από την ιδιωτική τηλεόραση.
Αναλυτικότερα, η απουσία εναλλακτικών πιθανοτήτων εξασφαλίστηκε
απόλυτα επειδή οποιαδήποτε πνευματική, ηθική και αισθητική
προσλαμβάνουσα αυτής της νέας νοοτροπίας ήταν ελεγμένη και εγκεκριμένη
από ένα βαθιά συντηρητικό και αντιδραστικό σύστημα αξιών, κατ’ εικόνα
και ομοίωση των αμετανόητων φασιστών και κυνικών κεφαλαιοκρατών που
διοικούν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια.
Μέσω αυτού του ολοκληρωτικού μηχανισμού παγιώθηκε με κάθε λεπτομέρεια
το τι συνιστά έναν αποδεκτό κοινωνικό χαρακτήρα, η διάπλαση του οποίου
εν τέλει αποδείχθηκε μια πολύ εύκολη υπόθεση που εκτελέστηκε από
δυο-τρεις εργολάβους και τους υπαλλήλους τους, όλοι τους άνθρωποι
ορκισμένοι στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» - όπως εννοούν
δηλαδή οι συγκεκριμένοι άνθρωποι αυτές τις έννοιες, δηλαδή εθνικισμός,
θεοκρατία, πατριαρχία.
Επήλθε έτσι μια προϊούσα μέχρι νεκρικής ακαμψίας ακινησία της
κριτικής σκέψης αφού οι πολιτικοκοινωνικές πεποιθήσεις των εργολάβων που
υποδύονται τους καναλάρχες δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση, αντίθετα
είναι ταγμένες στην υπηρεσία της συντήρησης πολύ συγκεκριμένων
συμφερόντων και στην διοίκηση μιας κοινωνίας αποτελούμενης από μια
οικονομική ελίτ και την τηλεκατευθυνόμενη μάζα προς εκμετάλλευση.
Καθ’ υπαγόρευση λοιπόν της ιδιωτικής τηλεόρασης, ο μέσος έλληνας
πολίτης έπαψε να αναζητάει κάτι καλύτερο από τα όσα ήδη έχουν
χαρακτηριστεί ιερά και όσια στην συνείδηση του, αφού η ιδιωτική
τηλεόραση ανακύκλωνε συνεχώς συντηρητικές αξίες και τρόπο σκέψης.
Ταυτόχρονα, σε σχέση με όσα τον ενοχλούν, η αντίδραση του τηλεθεατή
περιορίστηκε στην ανώριμη και κυρίως αναποτελεσματική διαμαρτυρία μιας
ανήλικης προσωπικότητας που δεν εννοεί να αναλάβει τις ευθύνες των
επιλογών της αλλά προτιμάει να παραπονιέται στην εξουσία, από την οποία
όμως δεν εννοεί να ανεξαρτητοποιηθεί, και ούτε τολμά να την αμφισβητήσει
αποτελεσματικά.
Εκδηλώθηκε και νομιμοποιήθηκε λοιπόν στην Ελλάδα, από την καθολική
πολιτισμική επιρροή της ιδιωτικής τηλεόρασης, σαν γενικευμένο πρότυπο
πολίτη μια προσωπικότητα αυτάρεσκη, καθηλωμένη στα όσα πιστεύει ότι της
αρμόζουν δικαιωματικά και αρνητική σε οποιαδήποτε αμφιβολία περί του
συλλογικού της αλάθητου.
Όταν τελείωσε η τεχνητή ευμάρεια του δανεικού χρήματος που πλημμύριζε
την Ελλάδα την δεκαετία του ’90, τότε που ανυποψίαστη η χώρα ζούσε τις
τελευταίες μέρες της σύντομης αίγλης της ως ανεξάρτητο κράτος,
τουλάχιστον γι’αυτό τον αιώνα, ακριβώς την ίδια εποχή η ιδιωτική
τηλεόραση ρίζωνε ως πολιτισμικό καθεστώς στην χώρα, έχοντας ήδη
ολοκληρώσει την εγκαθίδρυση της αγκυλωμένης αυτής προσωπικότητας ως
πρότυπο.
Από την στιγμή που εδραιώθηκε, υπήρξε εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη εκ
μέρους της ιδιωτικής τηλεόρασης η καλλιέργεια της πνευματικής νωθρότητας
που εξηγεί, επιτρέπει, αιτιολογεί, και εκλογικεύει την ύποπτη απάθεια, ή
ακόμα και την μαζοχιστική συνέργεια, του Ελληνικού λαού προς την
αποπλάνηση και τον βιασμό του από τους ηγέτες που επιλέγει για
σωτήρες/δήμιους. Και είναι τόσο ενδελεχής αυτή η κατασκευή του
ακαταλόγιστου ως άλλοθι ώστε να καθίσταται ύποπτος και προβληματικός ο
καθαγιασμός της αφασίας του φερόμενου ως θύματος Ελληνικού λαού, αφού
ταυτόχρονα εκτός από άβουλος και αποπλανηθείς, όποτε βολεύει, ο ίδιος
λαός είναι και ψηφοφόρος, άρα δεν μπορεί να απαλλαγεί εύκολα από τις
ευθύνες των επιλογών του, εφ’ όσον αυτές εγκαθιδρύουν τους τυράννους που
υφιστάμεθα οι υπόλοιποι.
Αυτή η επίκτητη αλλά για κάποιο λόγο ιερή ηλιθιότητα του Ελληνικού
λαού άλλες φορές παρουσιάζεται σαν παιδική αθωότητα, άλλες φορές ως
έλλειψη παιδείας, άλλες φορές ως κάποιο σκοτεινό ψυχολογικό σύνδρομο
αυτοθυματοποίησης.
Η κοινή συνισταμένη όλων αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι
υποστηρίζουν με διάφορα επιχειρήματα το πόσο ανυπεράσπιστος είναι ο
Ελληνικός λαός, το πόσο άμοιρος ευθυνών είναι απέναντι σε παγκόσμιες και
ντόπιες συνωμοσίες που εξυφαίνουν πανούργοι εγκληματίες και διαβολικά
κυκλώματα, πόσο εν τέλει ανίκανος είναι να υποστηρίξει τον αφελή εαυτό
του.
Σίγουρα όμως, ακόμα όμως και αν δεν είναι κακοπροαίρετη η γενική
ομολογία πως το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα είναι ανίκανο δικαιοπραξίας,
δηλαδή αδυνατεί, για τους όποιους λόγους, να γνωρίζει, πόσο μάλλον να
υποστηρίξει, το συμφέρον του, η διάγνωση αυτή δεν αναιρεί το γεγονός πως
οι ανάπηροι πνευματικά τηλεθεατές-ψηφοφόροι είναι αυτοί που στελεχώνουν
λίγο-πολύ από τους πελατειακούς-εκλογικούς κατάλογους των κυβερνητικών
και κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Επιγραμματικά, το ότι έχουν αποχαυνωθεί σε βαθμό λοβοτομής οι
ψηφοφόροι που διαμορφώνουν συνείδηση μέσω ιδιωτικής τηλεόρασης δεν
αναιρεί ότι είναι υπεύθυνοι της μοίρας των υπολοίπων.
Εν τέλει, όσοι έχουμε πλέον διαχωρίσει την θέση μας από το σύστημα
αξιών που εκπροσωπεί η ιδιωτική τηλεόραση είμαστε όμηροι ενός άριστα
στημένου παιχνιδιού: κάποιοι κεφαλαιοκράτες έχουν δημιουργήσει έναν όχλο
που συντάσσεται και ελέγχεται ακριβώς όπως τα πειθήνια υποπόδια μιας
παραθρησκευτικής αίρεσης.
Οι πιστοί αυτής της οργάνωσης, και εκτελεστές των σχεδίων της, αφ’
ενός εξαρτώνται επιβιωσιακά από τους κομματικούς διορισμούς που
μοιράζουν οι ηγέτες τους, αφ’ ετέρου παραμένουν εγκλωβισμένοι εφ’ όρου
ζωής στην εξάρτηση τους αυτή, αφού το μορφωτικό επίπεδο του υβριδίου
ψηφοφόρου/πελάτη/δούλου/πιστού δεν επιτρέπεται να ξεπεράσει εκείνο ενός
μέσου τηλεθεατή.
Νομοτελειακά, οι υπόλοιποι είμαστε αναγκασμένοι να υπομένουμε το
καθεστώς που αυτός ο εγκεφαλικά πλυμένος όχλος επιβάλλει για λογαριασμό
εκείνων που θεωρεί σωτήρες του.
Θα τολμήσω να πω πως με μαθηματική ακρίβεια έχουν υπολογιστεί οι
επιθυμητές τηλεθεάσεις από τους ιθύνοντες ώστε αυτοί να ισούνται με τους
ψήφους που είναι απαραίτητοι ώστε να εκλεγεί η οποιαδήποτε κυβέρνηση
τυγχάνει να είναι αρεστή στους κεφαλαιοκράτες-καναλάρχες.
Εξ’ ου και δεν έχει καμία σημασία τι παίζει κάποιο από τα ιδιωτικά
τηλεοπτικά κανάλια, αφού ό,τι πολιτική άποψη και να προβάλλουν αυτή
παράγεται από ήδη ρυθμισμένες και ελεγχόμενες δεξαμενές
προκατασκευασμένης σκέψης.
Ακόμα και η όποια αντιπολίτευση παρεισφρήσει, οφείλει να αναγνωρίσει
το υπάρχον καθεστώς ως νόμιμο αν θέλει να εμφανιστεί, αλλιώς δεν έχει
καμία θέση επί της μικρής οθόνης.
Το αποτέλεσμα είναι να ακυρώνεται ο όποιος αντιπολιτευτικός λόγος με
στρεψόδικα επιχειρήματα εκ μέρους του φαύλου καθεστώτος, επιχειρήματα
του τύπου «αφού μας ψηφίσαν», τα οποία εσκεμμένα, και ταιριαστά για την
τηλεόραση, επικαλούνται όρους δημοτικότητας και όχι δικαιοσύνης.
Δηλαδή η πολιτική ηγεσία νομιμοποιείται επειδή επιβάλλεται
συνειδησιακά από την ιδιωτική τηλεόραση με τόσο επιστημονικό τρόπο που
είναι ικανός να συγκεντρώσει πλειοψηφικό αριθμό τηλεθεατών-ψηφοφόρων
των οποίων τα κριτήρια ούτως ή άλλως έχουν διαμορφωθεί από την ίδια αυτή
τηλεόραση.
Το επιχείρημα της πλειοψηφικής υπεροχής στις εκλογές λοιπόν είναι πια
μια προκλητική ειρωνεία, αφού όποιος το χρησιμοποιεί δεν επικαλείται
πλέον το κύρος δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, εφ’ όσον δεν μπορεί να
είναι έγκυρη μια κυβέρνηση που εκλέγεται από θύματα εξαπάτησης ή δήθεν
αγαθιάρηδες όπως θέλουν να παρουσιάζεται ο τηλε-όχλος ψηφοφόρων-ζόμπι.
Όμως, δεν μπορεί να παραμένουν αλώβητοι και υπεράνω κριτικής οι
ηλίθιοι οπαδοί και θιασώτες τούτων των αχρείων τυράννων. Εκούσια ή
ακούσια είναι συνεργοί αυτής της άθλιας συνωμοσίας, είτε είναι
προσποιητό είτε αντικειμενικά υπαρκτό το ακαταλόγιστο που επικαλούνται.
Εν τέλει, οι τηλε-ψηφοφόροι αποδεδειγμένα επιμένουν να δηλώνουν θύματα
των ίδιων κακοποιών εδώ και δεκαετίες, αλλά, στην χώρα του ανάποδου,
αυτό αντί να εκλαμβάνεται ως κατ’ εξακολούθηση συνέργεια με το έγκλημα,
χρησιμοποιείται ως επιχείρημα από «φιλολαϊκούς» σωτήρες που δηλώνουν με
θράσος πως ο λαός αυτός, οι ψηφοφόροι του δηλαδή, στερούνται της
ικανότητας να αμυνθούν ακόμα και απέναντι σε προφανείς κινδύνους, και
εννοείται, χρειάζονται εκείνον ως προστάτη.
Όχι, ο Ελληνικός τηλε-όχλος δεν μπορεί να αθωώνεται διαρκώς σαν να
είναι ένα καθυστερημένο παιδί ή κάποια αφελής νεανίσκη, ένα εύκολο θύμα
στα χέρια ανώμαλων κακοποιών. Ακόμα, είναι στρεψοδικία το γεγονός πως
όποιος τολμήσει και ζητήσει εξηγήσεις κατηγορείται ως ακόμα ένας θύτης
που παρατείνει την κακοποίηση του τάχα μου αθώου αυτού λαού.
Εκτός από το νομικό δίκαιο, υπάρχει και το φυσικό. Αναπόφευκτα, όταν
μια μερίδα της κοινωνίας συνωμοτεί, ή έστω άθελα της παρασύρεται, λόγω
διανοητικής καθυστέρησης, και συνεργάζεται με εγκληματικές συμμορίες για
να διαλύσει τους υπόλοιπους, επέρχονται αιματηρές συγκρούσεις.
Οι ψύχραιμοι και ορθολογικοί καθεστωτικοί δοκιμιογράφοι ας
συγκρατήσουν τις πένες τους, πάντα πρόθυμες να καταδικάσουν την βία
απ΄όπου και αν προέρχεται, λες και η βία είναι κάποιο φαινόμενο
ανεξάρτητο κινήτρων ή αφύσικο, και ας σκεφτούν ότι:
Αυτή η αεροστεγώς ασφαλισμένη ατιμωρησία του όχλου αποτελούμενου από
πολυχρηστικά υβρίδια τηλεθεατές/ψηφοφόρους/πελάτες, αυτή η προστασία από
την πιθανότητα να επιρρίψει κανείς σε αυτόν τον πολύ συγκεκριμένο όχλο
οποιαδήποτε ευθύνη, είναι ένα είδος συλλογικής αμνηστίας που πρόστυχα
προσπαθεί να εξιλεώσει μια γενοκτονία εναντίον των υπόλοιπων.
Και είτε το θέλουμε, είτε όχι, η ανακύκλωση της εξουσίας μέσα από
αυτό το σχήμα πρόκειται για μια περίπτωση φαύλου κύκλου που μόνο με βία
μπορεί να σπάσει.
Αλλιώς, με βία θα συνεχίσει να επιβάλλεται.