Η αγαπημένη λέξη της γιαγιάς μου ήταν "προκομμένος". Η προκοπή χάραζε τα
όρια του κόσμου. Ηταν ο διαχωρισμός του νοικοκύρη από τον αχαϊρευτο. Η
διαφορά ανάμεσα σ΄εκείνο που βάδιζει με ψηλά το κεφάλι στη γειτονιά κι
εκείνον που "δε στέκει καλά" Οπου προκοπή πάνω από όλα ήταν το σπιτάκι.
Το σπιτάκι ήταν η ταυτότητα της ελληνικής οικογένειας. Το πρώτο σπιτάκι, ήταν το αυτονόητο για να μπει κανείς στο Πάνθεον των νοικοκύρηδων. Γιατί νοικοκύρης είναι κανείς μόνο στο σπίτι του. Το δεύτερο και τρίτο σπιτάκι ήταν η υποχρέωση για τα παιδιά. Για να είναι προκομένοι οι γονείς που τους έδωσαν ένα όπλο να βαδίζουν άφοβα. Το εξοχικό ήταν για τον ακόμα πιο σπουδαίο νοικοκύρη. Τις περισσότερες φορές ήταν μια γερή ανακαίνηση στο πατρικό, εκείνο που εγκαταλείφθηκε για μια καλύτερη ζωή, για περισσότερες ευκαιρίες, στη μεγαλούπολη που θα γκρεμιζόταν κάτω από τις βόμβες των αντιπαροχών, για ένα τριάρι και δυο γκαρσονιέρες.
Ο νοικοκύρης ήταν πάντα προκομμένος, ακόμα κι όταν για την ικανοποίηση της νοικοκυροσύνης του, έχτισε παράνομα, αγόρασε μισοτιμής μέσα στα αποκαϊδια από τα καμμένα δάση, έκανε το σκατό του παξιμάδι στερούμενος όλες τις μικρές χαρές της ζωής για να φτιάξει τα δικα του..τούβλα. Γιατί εκείνες οι πρώτες γενιές έφτιαξαν τη φωλίτσα με στερήσεις, κάνοντας δυο και τρία μεροκάματα, εκπτώσεις στο φαϊ, εκπτώσεις στη μόρφωση των παιδιών, εκπτώσεις στη ζωή γενικότερα. Είναι γι΄αυτό, φυσικό επακόλουθο αυτό που ζήτησαν αργότερα.
Αφού έφτιαξαν τη προίκα του παιδιού, απαίτησαν από το παιδί να νοικοκυρευτεί με μια γυναίκα που να έχει προίκα, να μπουν κατ΄ευθείαν στη φωλίτσα τους και ν΄αυγατίσουν τα ετοιματζίδικα , για να αποδείξουν κι αυτοί πως είναι προκομμένοι και φυσικά απαίτησαν από τους πνευματικούς τους γονείς, τους βλαχοδήμαρχους και μαυρογιαλούρους της ζωής τους, και μια θέση κάπου σίγουρη για τα βλαστάρια , στο δημόσιο , που ήταν το όνειρο του κάθε νοικοκύρη γονιού, για να αράξει το παιδί στην καρέκλα που θα του εξασφάλιζε χαμηλότοκα δάνεια για να φτιάξει κι άλλα σπιτάκια, (να τα νοικιάζει στους ανεπρόκοπους και να φτιάχνει μια καβάτζα στη τράπεζα από τα νοίκια ) να έχει, βρέξει χιονίσει ένα μισθο ακόμα κι αν δεν έκανε τίποτα για να τον κερδίσει, να έχει κι ένα εφάπαξ να αγοράσει ένα ακόμα σπίτι για τα γεράματα, και μια παχυλή σύνταξη, που ίσως, τότε μετά τα 60 , του επιτρέψει να ρίξει κι ένα βλέμμα έξω από τα τούβλα...
Η ελληνική κοινωνία, παιδί μιας πατρίδας που είχε ζήσει μεγάλες συμφορές, προσφυγιά, μετανάστευση, πολέμους, έτρεμε μια λέξη. Ξεσπιτωμός. Το να ξεσπιτώνεσαι ήταν ισοδύναμο με το να τριγυρίζεις γδυτός στο κόσμο και να διαπομπεύεσαι. Η "παστρικιά" κόρη πεταγόταν έξω από το σπίτι. Για να δουν όλοι τις "πομπές" της. Ο ανεπρόκοπος γιός πέθαινε το πατέρα από τη στεναχώρια του. Η ανεπρόκοπη οικογένεια, η ξεσπιτωμένη, δεν ήταν καλή για συντροφιά. Ηταν μυστήριοι άνθρωποι που έβλεπαν λάθος.
Ακόμα κι ένα δυάρι, τρύπα, με τα στρώμματα στιβαγμένα στο πάτωμα ήταν νοικοκύρεμα γιατί ήταν ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ. Δεν λειτουργούν τώρα οι κυβερνώντες και οι κατακτητές με νούμερα σε μια κοινωνία που είχε άλλες αξίες και εκπλήσσεται από τη μπακαλίστικη λογική των τοκογλύφων. Εδώ και πολλά χρόνια στο ζύγι έμπαιναν όλα. Στο κουμπαρά στριγμωνόντουσαν τα όνειρα. Κάτω από το στρώμα έμπαιναν τα κομποδέματα για να βλέπουν όμορφα όνειρα οι νοικοκύρηδες. Το βιβλιάριο με τις καταθέσεις ήταν πιο ιερό ακόμα κι από τα ευαγγέλια. Το ευαγγέλιο της κοινωνίας ήταν ακριβώς αυτό το βιβλιάριο. Το καθαρό κούτελο ήταν ισοδύναμο με την αγοραστική δύναμη, και τα καλά παιδιά ήταν εκείνα που έπιαναν το νόημα και παραλάμβαναν τη σκυτάλη της νοικοκυροσύνης.
Αναλογιστείτε τώρα τι παπαριές έχω ακούσει στη ζωή μου, εγώ παιδί ανεπρόκοπων. Που δεν έκαναν το σπιτάκι τους. Μεγαλωμένη από ένα πατέρα που δεν ήθελε δικό του σπίτι, γιατί δεν ήθελε να γνωρίίζει που θα πεθάνει. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια που έμπαινε στο ζύγι το κομπόδεμα με τη καλή ζωή κι η καλή ζωή νίκαγε πάντα. Με τους γονείς μου να με παίρνουν από το χέρι και να ταξιδεύουμε, να μου αγοράζουν βιβλία, να με πηγαίνουν στο θέατρο, να θελουν να τρώω το καλύτερο φαγητό, να έχω τη καλύτερη μόρφωση, να ζω σαν πριγκιπόπουλο, ενώ ήταν φτωχοί!! Δεν έβγαινε το ζύγι και καλά να ζούμε, και να μαζεύουμε για τούβλα, κι αποφάσισαν πως αν από μέσα μου ξερίζωναν το φόβο του τι θα απογίνω αν δεν έχω τα τάδε πράγματα, δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να ονειρεύομαι τούβλα και συμβόλαια και θα δημιουργούσα άλλες αντιστάσεις σε κάθε εκβιασμό, σε κάθε απειλή..
Πολλές φορές συνειδητοποιώ πως η πρώτη μου αναγκαστική επανάσταση στο κόσμο που βρέθηκα, έγινε όταν κατάλαβα ότι μέσα σ΄εκείνο το 90% των ελλήνων έχουν δική τους κατοικία, εγώ ήμουν στο 10. Και σ΄αυτό το 10 δεν ανήκα καν, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό από το 10, δεν είχαν ακόμα δικό τους σπίτι γιατί μόλις ξεκίναγαν, αλλά οι γονείς τους είχαν ένα και θα το κληρονομούσαν μόλις εφευγαν από το μάταιο τούτο κόσμο. Η είχε η γιαγιά, η άκληρη θεία, ο αδελφός τους, η τα πεθερικά τους.
Μεταξύ άλλων ήμουν μοναχοπαίδι, γιατί αποφάσισαν πως ένα μόνο παιδί μπορούν να αναθρέψουν σωστά, χωρίς να στερηθεί τίποτα στο οικονομικό επίπεδο που βρισκόντουσαν. Ελεγαν πάντα πως άλλο ένα παιδί δεν θα συμπλήρωνε την ευτυχία τους, απλά θα στερούσε ευτυχία από μένα....
Επρεπε να ζήσω και να αναβαθμίσω της λέξη νοικοκύρης σε άλλα επίπεδα. Να καταλάβω γιατί ο πατέρας μου δεν έβαζε στη άκρη, στο κουμπαρά, από το ψωρομισθό του, για να μαζέψει σαν καλό μυρμήγκι ψιχουλάκι - ψιχουλάκι για να φτιάξει τη φωλιά για το χειμώνα. Δεν υπήρχε γιατί. Με είχε γεννήσει απλά ένα τζίτζικας που χαιρόταν να κάνει καντάδες πάνω στα δέντρα το καλοκαίρι... Αλλωστε αυτός είναι ο πρώτος μύθος που μάθαιναν τα πιτσιρίκια. Ο ευσυνείδητος μέρμγηκας κι ο ανεπρόκοπος τζίτζικας.
Ηταν ζόρικο να μην ανήκεις στη κοινωνία των μυρμηγκιών. Μέχρι που αναγκάστηκα να κοιτάξω κάτω, καθώς περιφερόμουν πάνω στα δέντρα, τραγουδώντας και γλεντώντας τη ζωή. Εβλεπα καλοστρωμένα τραπέζια με διάφορα είδη αρπακτικών γύρω, με τα χρυσά πηρούνια στα χέρια που έτρωγαν με δέκα μασέλες, και κάτω στα πόδια τους, αμέτρητες στρατιές από μυρμηγκάκια, περίμεναν να βουτήξουν τα ψίχουλα. Να χωθούν στις φωλιές τους και να χτίσουν, να φτιάξουν τα δικά τους παλατάκια - απομιμήσεις. Πολλά από αυτά δεν έκαναν τίποτα άλλο στη μικρή ζωή τους, από το να κουβαλάνε ψίχουλα. Για το χειμώνα.
Η πεποίθηση πως η ιδιοκτησία είναι η βάση για να είσαι στη ζωή ασφαλής, ήταν το εισιτήριο και για ένα σωρό άλλες πεποιθήσεις, που θα άφηναν απέξω, ότι μπορούσε να φέρει ανατροπή στη κοινωνία των μυρμηγκιών. Το μεροκάματο έφτανε για συγκεκριμένα πράγματα από τη στιγμή που το βασικό πλάνο ήταν τα τούβλα. Δεν περίσσευε για "περιττές" δαπάνες. Και περιττές δαπάνες ήταν πολλές. Τα βιβλία, το θέατρο, οι τέχνες, τα μουσεία, τα ταξίδια, η ανακάλυψη της ζωής σε άλλα επίπεδα, η ενασχόληση με οτιδήποτε δεν αφορούσε το μάζεμα από ψίχουλα, αυτά ήταν για εκείνους που έχουν πολλά, ή για τους τεμπέληδες που δεν κοίταζαν να στρώσουν το κώλο τους κάτω να φτιάξουν ένα σπιτάκι.
Αμόρφωτος αλλά νοικοκύρης. Δεν άνοιξε ποτέ ένα βιβλίο να ξεστραβωθεί, αλλά νοικοκύρης. Δεν απαίτησε ποτέ να ζήσει τη ζωή έξω από τους τέσσερις τοίχους, αλλά νοικοκύρης. Σιγά σιγά η κοινωνία των μυρμηγκιών δημιούργησε μια σειρά από προτεραιότητες που ήταν απαράβατες. Πρώτα σπίτι, μετά οικογένεια. Στην οικογένεια, πρωτα διάβασμα και μάχη για να μπει σε μια σχολή. Στην αποφοίτηση από τη σχολή πρώτα μια καλή δουλειά, κυρίως στο δημόσιο και μετά η νέα οικογένεια. Στη νέα οικογένεια πρώτα ένα νέο σπιτάκι, μετά ένα "χαρτί" για τα παιδιά, και μετά η σειρά τους...
Σ΄αυτή τη τάξη πραγμάτων όλα ήταν σωστά και νοικοκυρεμένα όταν είχαν ένα ιερό σκοπό. Να αυγατίσει το κομπόδεμα. Ολόκληρες στρατιές από "άχρηστες" ενασχολήσεις έγιναν καπνός. Μουσικοί, ζωγράφοι, ποιητές, καλλιτέχνες, έπρεπε να αφήσουν το "βίτσιο" τους για αργότερα. Πρώτα να διοριστείς κάπου και μετά πάρε μια κιθάρα να σου περάσει το βίτσιο. Πρώτα να νοικοκυρευτείς και μετά άμα θέλεις γίνε φιλόσοφος να περνάς την ώρα σου. Πρώτα θα πάρεις σπίτι, έπιπλα, μιξεράκια, τηλεοράσεις, δοφυφορικές, κινητά, κεραμικές κουζίνες, επωνυμα ρούχα, στοίβες από καταναλωτικά σκουπίδια για να μοιάσεις στις οικογένειες των διαφημίσεων που ξυπνάνε όλες στην κατάλευκη κουζίνα με το υπεροχο πρωινό κι ατενίζουν από τη τζαμαρία το καλοκουρεμένο τους γκαζόν...
κι αν περισσέψει κάτι.... αγοράζεις κι ένα παλιοβιβλίο. Πράγμα βέβαια που λίγοι έκαναν γιατί μετά από τόση ενασχόληση με σκουπίδια, ποιο ένστικτο καλλιέργειας θα είχε επιβιώσει? Δύσκολο. Η πνευματική καλλιέργεια, η διανόηση, η ενασχόληση με τις φυσικές ροπές κάποιου και τις επιθυμίες του, ήταν πάντα προνόμιο των μεγαλοαστών. Ο λαουτζίκος αυτό που κατόρθωσε ήταν να στείλει τα παιδιά του σε μια μονομερή μόρφωση για ένα χαρτί στη καλύτερη των περιπτώσεων, ή να τα μάθει μια τέχνη για να βγάζουν το μεροκάματο, κι αν τα μεροκάματα ήταν γερά, να πάρουν ένα σπτι κι ένα αυτοκίνητο. Ακόμα κι οι επιστήμες ήταν συγκεκριμμένες για το μέγα πλήθος. Το παιδί , με μεγάλες θυσίες, θα γινόταν γιατρός, δικηγόρος, καθηγητής, μηχανικός. Θα ήταν γελοίο να απαιτήσει να γίνει αστροφυσικός, γενετιστής, ή εμπειρογνώμων στις αρχαίες γλώσσες. Η δημόσια παιδεία, αυτό το σκουπιδαριό που ονομάζουμε παιδεία, είχε ακριβώς αυτό το σκοπό. Το μέγα πλήθος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης να μάθει παπαγαλία, συγκεκριμένα μαθήματα , όσα χρειαζόντουσαν για τις εξετάσεις στη συγκεριμένη σχολή και να μάθει να βαριέται όλα τα υπόλοιπα...
Το σημαντικότερο που θα μπορούσε να γίνει ένας πτυχιούχος από τις λαικές και μικροαστικές μερίδες του πληθυσμού, ήταν να έχει καλό μπλα μπλα και φιλοδοξίες και γερο στομάχι να βλέπει τα σημεία και τέρατα χωρίς να βγάζει άχνα, για να ενταχτεί στο πολιτικό κι επιχειρηματικό σκηνικό , πλευρίζοντας και γλύφοντας τους κατέχοντες το πλούτο και τη δόξα από κληρονομικό δικαίωμα , ως υπέρτατος βαθμός νοικοκυρέματος κι ευτυχίας των γονιών του. Οι ενδιάμεσοι κρίκοι μικροαστοί, οι καλοί νοικοκυραίοι που πρόκοψαν, είναι τα αγαπημένα παιδιά όλου αυτού του κουστουμιού που σήμερα στενεύει επικίνδυνα κι αρχίζουν να σκάνε ένα ένα τα μυρμήγκια που τρύπωσαν εκεί μέσα για να εξυπηρετήσουν απλά την επιβίωσή του. Τώρα που τα χρειάζεται πλέον μόνο σαν μυργμήγκια. Τώρα που δεν χρειάζεται να τα παραμυθιάζει πως ήταν κάτι περισσότερο...
Δίπλα σε όλο αυτό το συρφετό, δημιουργήθηκε μια άλλη κοινωνική τάξη στην οποία μπορούσαν να ενταχθούν όλοι όσοι για κάποιο λόγο, ήταν λασκαρισμένη η ταύτισή τους με το κόσμο των νοικοκύρηδων, και ονομάστηκε περιθώριο. Το περιθώριο της σελίδας, ξεκίνησε με τους αλήτες που το σπίτι δεν τους χωρούσε και σιγά σιγά απορρόφησε διάφορες μάζες του ανεπρόκοπου πληθυσμού οι οποίες δεν τα έφαγαν μαζί, δεν ψήφισαν μαζί, δεν εντάχθηκαν μαζί. Ηταν το περιθώριο της σελίδας εκεί που σημείωνε κανείς με το μολύβι, δίπλα στο καλά δακτυλογραφημένο και ευδιάκριτο κείμενο. Οι μουτζούρες που δημιούργησαν έναν παράλληλο κόσμο που στεκόταν δίπλα στο φόβο της καθημερινότητας. Οι άλλοι άνθρωποι που ζούσαν με τους δικούς τους κανόνες και προτεραιότητες.
Σήμερα το σουρελιστικό τοπίο αρχίζει και ανατρέπει όλες τις "σιγουριές" και μπροστά μας θα εξελιχθούν τραγικά γεγονότα που διάφοροι "περιθωριακοί" φώναζαν αλλά κανείς δεν τους άκουγε γιατί μάζευαν όλοι ψίχουλα για το χειμώνα...
Ο Γ. ήταν ένα παιδί που έφυγε από το σπίτι του στα 16 και κανείς δεν έμαθε που είναι πλέον γιατί δεν άντεχε να τους βλέπει. Εσκαγε. Νόμιζε πως το μυαλό του θα εκραγεί μέσα σε τόση τάξη... Κι αυτό ήταν αναμενόμενο. Ενα παιδί που δεν συμορφώθηκε με τις υποδείξεις και χάθηκε.. (ή έτσι πιστεύουν οι πολλοί)
Η Α. ήταν άριστη. Εμεινε και πάλεψε να αποδείξει πόσο προκομμένη είναι. Στα 16 της είναι κι αυτή, και τη πετάνε έξω από το σπίτι γιατί το όνειρο τέλειωσε και τα τούβλα κατάσχονται.... Κοιτάζει με απορία σοκαρισμένη, γιατί κανείς δεν της εξήγησε πως το παλάτι της ήταν χτισμένο σε κινούμενη άμμο...
Ο Γ. επέζησε γιατί το επέλεξε να ζήσει έξω από τι σιγουριά. Αραγε θα το αντέξει κι η Α. ή θα μπει στο μακρύ κατάλογο των αυτόχειρων, που δεν άντεξαν το αστροπελέκι που τους χτύπησε....
Γιατί πάνω από το δέντρο, έβλεπα πόσο εύκολο είναι να πατήσει κάποιος γίγαντας πάνω στις φωλιές και να τις κάνει σκόνη σε δευτερόλεπτα, αδιαφορώντας πόσα εκατομμύρια μυργμήκια θα γίνουν λυώμα, αλλά εκείνα δεν μπορούσαν να το δουν, γιατί την άκρη του παπουτσιού του τη νόμιζαν για τοίχο προστασίας, μέχρι που τα πάτησε.
Ισως κάποιος θα πει, καλά με όλα αυτά τι θέλεις να μας πεις, πως κάποιος πρέπει να είναι ανεπρόκοπος και να τριγυρνάει ανεύθυνα δεξιά κι αριστερά? Οχι, δεν θέλω να πω αυτό. Αυτό που πιστεύω είναι πως η βάση στη ζωή δεν είναι ούτε τα τούβλα, ούτε τα χρήσιμα και άχρηστα αντικείμενα, ούτε το πόσο πιστά μπορεί κανείς να εξυπηρετήσει τις προτεραιότητες που του επιβάλλει το σύστημα από την ώρα που θα ανοίξει τα μάτια του.
Η ουσία της ζωής είναι να έχει κάποιος τη δυνατότητα να δημιουργήσει τις δικές του προτεραιότητες, με όποιο κόστος, ακόμα και τη μοναξιά του να ανήκει στο 0,1% του κοπαδιού. Με ότι αυτό συνεπάγεται. Γιατί αντίθετα με το μύθο, στη πραγματικότητα, ο τζίτζικας ήταν ετυχισμένος. Ισως να πάγωσε το χειμώνα αλλά τραγούδησε στην ώρα του. Εκείνη που εκείνος επέλεξε. Αν περίμενε πότε η τάξη των πραγμάτων θα το επέτρεπε, αν περίμενε να τραγουδήσει όταν θα είχε τακτοποιήσει όλα τα άλλα, αν περίμενε το τραγούδι του να ειπωθεί, όταν περισσέψει χρόνος , ίσως να μην είχαμε ποτέ καταλάβει καλοκαίρια... γιατί τα δέντρα θα έδειχναν αφύσικα σιωπηλά , σχεδόν νεκρά, στο μεσημεριανό μας ονείρεμα.
Ισως κάποτε μέσα από δυσειδαιμονίες, και φανατισμούς, τιμωρούς εκκλησιαστές και πυρές που άναβαν για να καίνε σε κάθε πλατεία τους δαιμονισμένους του περιθωρίου, η γνώση να ήταν προνόμιο ελάχιστων. Ηρθαν εποχές όμως που οι φωτιές έσβησαν, και τα μαστίγια μπήκαν στα ντουλάπια. Σ΄αυτές τις εποχές κάποιοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν νέους κανόνες, νέες αντιλήψεις για τις ιεραρχείες και τη γνώση. Οι πολλοί όμως, όπως γίνεται πάντα, με νέους μηχανισμούς χειραγώγησης, "συμμαζεύτηκαν" ξανά και ξέχασαν όλα όσα προηγήθηκαν για να έχει αναβαθμιστεί η ζωή τους από το μεσαίωνα της ανθρωπότητας σε μια νέα ελπίδα. Αλλοι όμως δεν συμμαζεύονται. Και θα συνεχίσουν το τραγούδι τους, παντός καιρού.
Γι΄αυτό και οι πυρές της Νέας Ιεράς Εξέτασης , ήδη ετοιμάζονται. Αυτή τη φορά δεν χρειάζονται ξύλα κι αγριότητες. Υπάρχουν σύγχρονα εργαλεία αποχαύνωσης, που είναι αψογα και νοικοκυρεμένα.