Η σοφιστική είναι ίσως η σημαντικότερη δεξιότητα που αποκτούν οι
πολιτικοί, ιδιαίτερα όταν λειτουργούν σε ένα αυτο-εξυπηρετικό πολιτικό
σύστημα, με καχεκτικά θεσμικά αντίβαρα, και μειωμένες
απαιτήσεις ορθής
θεσμικής συμπεριφοράς. Η ικανότητα να ερμηνεύεις τα εκάστοτε δεδομένα
που σε αφορούν όπως σε συμφέρει και να σώζεις λογικοφανώς τα προσχήματα,
προσφέρει στους πολιτικούς βραχυπρόθεσμο επικοινωνιακό πλεονέκτημα. Αν
έτσι η πολιτική απαξιώνεται, λίγο ενδιαφέρει τους επαγγελματίες της.
Η σύζυγος του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (δηλαδή ο πρόεδρος)
αγοράζει από την Αρχιεπισκοπή ένα οικιστικό ακίνητο 1739 τμ, σε μια πιο
τις ακριβότερες περιοχές της Κύπρου. Η τιμή
αγοράς (€500.000) είναι αρκετά χαμηλότερη από την τιμή που αποδίδουν
στο ακίνητο ανεξάρτητοι εκτιμητές γης (τουλάχιστον €870.000). Οι όροι
είναι εξαιρετικά ευνοϊκοί για τον αγοραστή: Το 60% του ποσού θα
αποπληρωθεί σε 75 άτοκες μηνιαίες δόσεις! Και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας
και ο Αρχιεπίσκοπος κάνουν λόγο για μια «ιδιωτική πράξη», η οποία έγινε υπό «συνθήκες ελεύθερης αγοράς». Κατά συνέπεια, συμπεραίνουν, ουδέν «μεμπτό» ή «επιλήψιμο» υπάρχει σε αυτή τη συναλλαγή.
Ας δούμε τη λογική δομή του συλλογισμού. Λένε: «Αν μια ιδιωτική πράξη
γίνει με όρους ελεύθερης αγοράς, τότε είναι ηθική πράξη» (α). «Η
συγκεκριμένη πράξη είναι ιδιωτική και έγινε σε συνθήκες ελεύθερης
αγοράς» (β). Συμπέρασμα: «Η αγορά του ακινήτου από τον πρόεδρο είναι μια
ηθική πράξη». Σε μια σύγχρονη κοινωνία το (α) είναι ευρύτατα αποδεκτό.
Το (β), όμως, πώς γνωρίζουμε ότι αληθεύει;
Ο πρόεδρος και ο Αρχιεπίσκοπος συνήψαν μια ιδιωτική συναλλαγή; Ναι,
φυσικά. Αλλά όχι μόνον. Η ιδιωτική συναλλαγή επικαλύπτεται από τη
βαριά θεσμική ιδιότητα των εμπλεκομένων. Μπορούν να διαχωριστούν τα
δύο; Μερικές φορές ίσως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δύσκολα.
Γιατί; Διότι δεν ξέρουμε (και δεν υπάρχει τρόπος να το μάθουμε) αν οι
όροι της συναλλαγής είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης διαπραγμάτευσης δύο
ανεξάρτητων μερών που συναντώνται στον απρόσωπο μηχανισμό της αγοράς,
και όχι αποτέλεσμα ιδιοτελών παραχωρήσεων (ή απαιτήσεων) της μιας προς
(από) την άλλη.
Να το πω διαφορετικά: Αν ένας απλός πολίτης ήθελε να αγοράσει το ίδιο
οικόπεδο, θα του πωλούνταν στην ίδια τιμή, με τους ίδιους ευνοϊκούς
όρους; Δεν το ξέρουμε. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο πιο ισχυρός
άνθρωπος στη χώρα αγοράζει ένα ακίνητο-φιλέτο για την οικογένειά του .
Δεν είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η θεσμική ισχύς του προσμετρήθηκε από
τον πωλητή στην, κατά τα άλλα, ιδιωτική συναλλαγή;
Κι αν ο πωλητής επέλεξε να πουλήσει το οικόπεδό του με όρους που
αυτός θεωρούσε συμφέροντες, εμάς τι μας νοιάζει; Μας νοιάζει διότι ο
πωλητής είναι, αφενός, δημόσιο πρόσωπο (συμβολικά και υλικά πανίσχυρο)
και, αφετέρου, δεν γνωρίζουμε αν οι όροι πώλησης επιβλήθηκαν, ρητά ή
άρρητα, από τη θεσμική ιδιότητα του αγοραστή, ή αν αυτή η παραχώρηση δεν
έγινε ως μέρος μιας άλλης, ευρύτερης, παρασκηνιακής δοσοληψίας μεταξύ
δύο πολύ ισχυρών θεσμικών παραγόντων.
Κι αν η τιμή αγοράς είναι πολύ κοντά στην τιμή του Κτηματολογίου
(όπως ισχυρίζεται η πρώτη κυρία); Και πάλι η καχυποψία δεν αίρεται: Οι
τιμές του Κτηματολογίου δεν προκύπτουν «αντικειμενικά» από πίνακες
τιμών, αλλά εμπεριέχουν υποκειμενική κρίση. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε
αν η κρίση αυτή ήταν όντως αμερόληπτη – αν, δηλαδή, η θεσμική ιδιότητα
του αγοραστή αγνοήθηκε. Αλλά και αν δεχθούμε ότι ήταν αμερόληπτη,
προκύπτει το ερώτημα γιατί ο πωλητής (ο Αρχιεπίσκοπος) δεν ζήτησε μια
καλύτερη τιμή, αφού σε αυτή την ακριβή περιοχή της Λεμεσού μπορούσε
εύλογα να το κάνει (όπως θα έκανε κάθε ιδιώτης πωλητής στη θέση του).
Το γεγονός ότι δεν το έκανε είναι άσχετο με τη θεσμική ιδιότητα του
αγοραστή και τις μεταξύ τους επίσημες σχέσεις; Δεν μπορούμε να το
γνωρίζουμε, άρα διατηρούμε την καχυποψία μας.
Βλέπετε ποιο είναι το πρόβλημα; Ακόμα και αν το (β) αληθεύει, δεν
μπορούμε να το γνωρίζουμε. Θα υπάρχει πάντοτε η εύλογη καχυποψία ότι η
θεσμική ιδιότητα των εμπλεκομένων μερών είχε καθοριστική επιρροή στην
ιδιωτική συναλλαγή. Όπως, κατ’ αναλογία, θα ήμασταν καχύποπτοι αν
μαθαίναμε ότι η οικογένεια του προέδρου φιλοξενήθηκε, έναντι συμβολικής
τιμής, στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο Ριτζ του Παρισιού. Θα
υποπτευόμασταν ότι η ιδιωτική πράξη επικαθορίστηκε από τη θεσμική
ιδιότητα του πελάτη. Με λίγα λόγια, ο πιο ισχυρός άνθρωπος της χώρας δεν μπορεί να έχει αυστηρά ιδιωτικές συναλλαγές, όπως οι υπόλοιποι πολίτες. H ιδιότητά του είναι τέτοια που επισκιάζει οποιεσδήποτε άλλες πτυχές του φορέα της.
Γιατί είμαστε τόσο αυστηροί με τους ηγέτες μας; Διότι, γνωρίζοντας
την ανθρώπινη φύση, είμαστε θεσμικά καχύποπτοι σε όσους εμπιστευτήκαμε
να ασκούν εξουσία. Θα τη χρησιμοποιήσουν σωστά; Δεν το γνωρίζουμε και
γι’ αυτό απαιτούμε λογοδοσία, θεσμοθετούμε θεσμικά αντίβαρα (checks and
balances) στην ισχύ τους, και αναμένουμε να μην προβαίνουν σε πράξεις
που δημιουργούν υποψίες για τα κίνητρά τους. Η οιονεί απουσία ιδιωτικής συμπεριφοράς είναι το τίμημα που πληρώνει όποιος ασκεί έλλογη εξουσία στη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Για να ασκήσει αποτελεσματικά την πειθώ του ένας πρόεδρος δεν αρκεί η
τυπική ισχύς τους αξιώματός του. Απαιτείται ηθικό-συμβολικό κεφάλαιο,
το οποίο αποκτάται όταν, όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης, ο πολιτικός ηγέτης
είναι αφενός μεν «δυνατός τω τε αξιώματι και τη γνώμη», αφετέρου δε «διαφανώς αδωρότατος» (δεν λαμβάνει δώρα). Τότε ο ηγέτης χαίρει εμπιστοσύνης, ο λόγος του αποκτά δραστικότητα, και, εδώ είναι το πιο σημαντικό, «στηριγμένος στο προσωπικό του κύρος [ο ηγέτης] αποτολμά και αντιλογία προς [το λαό]» (Θουκυδίδης), όταν αυτό απαιτούν οι περιστάσεις. Ο λαός χρειάζεται «καθοδήγηση» λέει ο Θουκυδίδης, την οποία μόνον ένας ηγέτης με «προσωπικό κύρος», απόρροια αυτο-περιοριστικής συμπεριφοράς, μπορεί να παράσχει. Ο «κατ’ αλήθειαν» πολιτικός, γράφει ο Αριστοτέλης, «θέλει να δημιουργεί αγαθούς πολίτες και πρόθυμους να υπακούουν τους νόμους».
Το πετυχαίνει αυτό όταν, μεταξύ άλλων, αυτοπεριορίζεται στην άσκηση
της εξουσίας, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα του ενάρετου βίου.
Στις ανεπτυγμένες δημοκρατίες έχει εμπεδωθεί μια κουλτούρα δημόσιας
ηθικής, από την οποία είναι πολύ δύσκολο να αποστασιοποιηθούν οι
πολιτικοί. Δείτε, για παράδειγμα, τη Γερμανία. Το 2012 ο πρόεδρος
Δημοκρατίας παραιτήθηκε από το υψηλό αξίωμά του. Γιατί; Διότι
αποκαλύφθηκε ότι έλαβε ένα ιδιωτικό δάνειο από τη σύζυγο πλούσιου φίλου
του, όταν ήταν πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας. Στην ανακοίνωση της
παραίτησής του ο κ. Βόλφ ανέφερε: «Οι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν
ότι η εμπιστοσύνη [στο πρόσωπό μου] και στην ικανότητα να υπηρετώ [τη
χώρα] έχει επηρεαστεί δυσμενώς. Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι πλέον
δυνατόν να συνεχίσω να είμαι πρόεδρος». Ακριβώς περί αυτού πρόκειται: Η άσκηση δημόσιου αξιώματος προϋποθέτει εμπιστοσύνη
στο φορέα του. Όταν ιδιωτικές πράξεις εγείρουν υποψίες για εμπλοκή της
θεσμικής ιδιότητας στην άσκησή τους, η εμπιστοσύνη κλονίζεται.
Ο ηθικός πήχης στην άσκηση δημόσιου αξιώματος στη βόρεια Ευρώπη
είναι, συνήθως, ψηλά. Σε μας είναι τόσος όσο πρέπει για να περνούμε
εύκολα από πάνω! Όπως είπε και ο καλύτερος ίσως μπίζνεσμαν του νησιού, ο
Αρχιεπίσκοπος, «αυτό μας εμάρανε τώρα;». Η δημόσια ηθική των πολιτικών μας είναι μια πολυτέλεια χωρίς την οποία μπορούμε να ζήσουμε μια χαρά.
Ο πρώην πρόεδρος κ. Χριστόφιας είχε ιδιωτικές δοσοληψίες, επί της θητείας του, με τον εθνικό εργολάβο της χώρας, για κάποια «κουτσοδούλεια»,
ύψους €1 εκ. Ένας άλλος πρώην πρόεδρος, ο κ. Βασιλείου, συν-εγγυητής
εταιρείας του γαμπρού του, ήρθε σε συμβιβασμό με την Τράπεζα Κύπρου για
να διαγραφούν οφειλές €10 εκ. όταν η εταιρεία χρεοκόπησε. Ο συμπέθερος
του νυν προέδρου έβγαλε από τη χώρα μερικά εκατομμύρια, λίγες μέρες πριν
το «κούρεμα» του 2013. Η χρεοκοπία των τραπεζών έφερε στη προσκήνιο
χαριστικά δάνεια, διαγραφές δανείων, και δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις σε
περίβλεπτα μέλη του πολιτικού-οικονομικού-συνδικαλιστικού κατεστημένου.
Η Τράπεζα Κύπρου χάρισε €3.5 εκ. στην ΠΕΟ, ενόσω το κόμμα που την
υποστηρίζει κυβερνούσε. Η εταιρία Focus επιχορήγησε με €2 εκ. το ΔΗΣΥ
και το ΑΚΕΛ. Οι συστάσεις GRECO για τη χρηματοδότηση των κομμάτων ακόμη
δεν εφαρμόζονται ουσιαστικά. Και ούτω καθεξής – ο κατάλογος είναι,
δυστυχώς, μακρύς. «Στα ρεζιλίκια μας τοκίζοντας κανείς ποτέ δεν χάνει» (Σαββόπουλος).
Ετούτο δεν «μας εμάρανε», εκείνο δεν «μας εμάρανε», τελικά μαράθηκε χώρα!
Του Χαρίδημου Κ. Τσούκα,
Καθηγητή Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management, Πανεπιστήμιο Κύπρου.