«Πρέπει να πέσω στα γόνατα;» ρώτησε η Κριστίν Λαγκάρντ τον
Αντριου Μαρ, δημοσιογράφο του BBC, όταν την ρώτησε για τις λανθασμένες
προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Βρετανία.
Υπενθυμίζεται ότι την Πέμπτη, ο εκπρόσωπος του Ταμείου, Τζέρι Ράις,
ερωτώμενος εάν η γενική διευθύντρια
θα απολογηθεί και για τα λάθη στην Ελλάδα, είπε ότι το ΔΝΤ έχει αναφερθεί επανειλημμένα στο ελληνικό πρόγραμμα, σε «μαθήματα του παρελθόντος» και έχει προχωρήσει σε «αναγκαίες προσαρμογές. Συνεργαζόμαστε στενά με ισχυρούς εταίρους στην Ευρώπη και με την ελληνική κυβέρνηση και μοιραζόμαστε τις ίδιες επιδιώξεις». Ερωτηθείς αν η συγκεκριμένη τοποθέτησή του εκλαμβάνεται ως «απολογία», ο κ. Ράις επεσήμανε ότι «δεν υπάρχει καμία απολογία σε αυτό που είπα. Αυτό δεν είναι απολογία».
Σύμφωνα με την γαλλική εφημερίδα, Le Monde, η απολογία της Λαγκάρν είναι «θαρραλέα». Σύμφωνα με τον Ασόκα Μόντι όμως, καθηγητή διεθνούς οικονομικής πολιτικής στο Πρίνστον και πρώην υποδιευθυντή του ΔΝΤ, «η υποχώρηση στις πιέσεις της Βρετανίας πλήττει την ανεξαρτησία του Ταμείου. Το τελευταίο απέφυγε να αναλάβει τις ευθύνες του σε πολύ σοβαρότερες περιπτώσεις, όπως όταν απέτυχε να προβλέψει τη μεγάλη κρίση του Μεξικού την περίοδο 1994-1995 ή τον κίνδυνο κατάρρευσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, το 2008. Δεδομένου ότι το ΔΝΤ είναι ο θεματοφύλακας της οικονομικής σταθερότητας του πλανήτη, η ανικανότητά του να προβλέψει και να αποτρέψει συνιστά πολύ σοβαρότερο παράπτωμα από τη θέση του για τη λιτότητα στη Βρετανία. Για τα λάθη του παρελθόντος, που έβλαψαν πολύ κόσμο, το Ταμείο δεν έχει απολογηθεί ποτέ».
Στη σημερινή κρίση, κατά την γαλλική εφημερίδα, «οι οικονομολόγοι επιβεβαίωσαν αυτό που προβλέπουν τα εγχειρίδια οικονομίας: όσο πιο σοβαρή είναι η λιτότητα, τόσο ισχυρότερο είναι το φρένο στην ανάπτυξη. Δύο οργανισμοί όμως που εδρεύουν στην Ευρώπη είχαν αντίθετη άποψη: ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πίστευαν στις μαγικές ιδιότητες της λιτότητας. Κι όμως, μεταξύ των οικονομιών του G7, μόνο η Ιταλία πήγε χειρότερα από τη Βρετανία. Το ΑΕΠ της τελευταίας μόλις και μετά βίας επέστρεψε στα επίπεδα του 2008, εμφανίζοντας καθυστέρηση ακόμη και σε σχέση με τη Γαλλία. Το γεγονός αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν λάβει κανείς υπόψη ότι η κρίση στη Βρετανία ήταν μάλλον ήπια. Η ανάκαμψη θα έπρεπε λοιπόν να είναι ταχεία. Αλλά η ανώφελη λιτότητα που ακολούθησε η κυβέρνηση Κάμερον την εμπόδισε».
«Το ΔΝΤ είχε λοιπόν άδικο διπλά. Το να αμφισβητείς μια επιστημονική απόδειξη είναι έτσι κι αλλιώς κακή ιδέα, γίνεται όμως ακόμη χειρότερη όταν είσαι μια οργάνωση που στηρίζεται στην αξιοπιστία της. Και το να επιδοκιμάζεις μια λανθασμένη πολιτική δείχνει ότι υπακούεις σε έναν από τους βασικούς σου μετόχους». Προκύπτει λοιπόν ένα θεμελιώδες ερώτημα σύμφωνα με την Le Monde: «Για ποιους λόγους και για ποιον υπάρχει το ΔΝΤ;»
Την Παρασκευή, πάντως, ανακοινώθηκε από το Ταμείο ότι εξετάζεται νέο καθεστώς δανειοδότησης των χωρών, με βασικό γνώμονα την βιωσιμότητα του χρέους τους. Όπως σημειώνεται, πρόκειται για μια προσπάθεια «να μειωθεί το κόστος της επίλυσης κρίσεων για τους πιστωτές και τους οφειλέτες» και να βελτιωθεί η ικανότητα της χώρας-οφειλέτη να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της.
ΠΗΓΗ
θα απολογηθεί και για τα λάθη στην Ελλάδα, είπε ότι το ΔΝΤ έχει αναφερθεί επανειλημμένα στο ελληνικό πρόγραμμα, σε «μαθήματα του παρελθόντος» και έχει προχωρήσει σε «αναγκαίες προσαρμογές. Συνεργαζόμαστε στενά με ισχυρούς εταίρους στην Ευρώπη και με την ελληνική κυβέρνηση και μοιραζόμαστε τις ίδιες επιδιώξεις». Ερωτηθείς αν η συγκεκριμένη τοποθέτησή του εκλαμβάνεται ως «απολογία», ο κ. Ράις επεσήμανε ότι «δεν υπάρχει καμία απολογία σε αυτό που είπα. Αυτό δεν είναι απολογία».
Σύμφωνα με την γαλλική εφημερίδα, Le Monde, η απολογία της Λαγκάρν είναι «θαρραλέα». Σύμφωνα με τον Ασόκα Μόντι όμως, καθηγητή διεθνούς οικονομικής πολιτικής στο Πρίνστον και πρώην υποδιευθυντή του ΔΝΤ, «η υποχώρηση στις πιέσεις της Βρετανίας πλήττει την ανεξαρτησία του Ταμείου. Το τελευταίο απέφυγε να αναλάβει τις ευθύνες του σε πολύ σοβαρότερες περιπτώσεις, όπως όταν απέτυχε να προβλέψει τη μεγάλη κρίση του Μεξικού την περίοδο 1994-1995 ή τον κίνδυνο κατάρρευσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, το 2008. Δεδομένου ότι το ΔΝΤ είναι ο θεματοφύλακας της οικονομικής σταθερότητας του πλανήτη, η ανικανότητά του να προβλέψει και να αποτρέψει συνιστά πολύ σοβαρότερο παράπτωμα από τη θέση του για τη λιτότητα στη Βρετανία. Για τα λάθη του παρελθόντος, που έβλαψαν πολύ κόσμο, το Ταμείο δεν έχει απολογηθεί ποτέ».
Στη σημερινή κρίση, κατά την γαλλική εφημερίδα, «οι οικονομολόγοι επιβεβαίωσαν αυτό που προβλέπουν τα εγχειρίδια οικονομίας: όσο πιο σοβαρή είναι η λιτότητα, τόσο ισχυρότερο είναι το φρένο στην ανάπτυξη. Δύο οργανισμοί όμως που εδρεύουν στην Ευρώπη είχαν αντίθετη άποψη: ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πίστευαν στις μαγικές ιδιότητες της λιτότητας. Κι όμως, μεταξύ των οικονομιών του G7, μόνο η Ιταλία πήγε χειρότερα από τη Βρετανία. Το ΑΕΠ της τελευταίας μόλις και μετά βίας επέστρεψε στα επίπεδα του 2008, εμφανίζοντας καθυστέρηση ακόμη και σε σχέση με τη Γαλλία. Το γεγονός αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν λάβει κανείς υπόψη ότι η κρίση στη Βρετανία ήταν μάλλον ήπια. Η ανάκαμψη θα έπρεπε λοιπόν να είναι ταχεία. Αλλά η ανώφελη λιτότητα που ακολούθησε η κυβέρνηση Κάμερον την εμπόδισε».
«Το ΔΝΤ είχε λοιπόν άδικο διπλά. Το να αμφισβητείς μια επιστημονική απόδειξη είναι έτσι κι αλλιώς κακή ιδέα, γίνεται όμως ακόμη χειρότερη όταν είσαι μια οργάνωση που στηρίζεται στην αξιοπιστία της. Και το να επιδοκιμάζεις μια λανθασμένη πολιτική δείχνει ότι υπακούεις σε έναν από τους βασικούς σου μετόχους». Προκύπτει λοιπόν ένα θεμελιώδες ερώτημα σύμφωνα με την Le Monde: «Για ποιους λόγους και για ποιον υπάρχει το ΔΝΤ;»
Την Παρασκευή, πάντως, ανακοινώθηκε από το Ταμείο ότι εξετάζεται νέο καθεστώς δανειοδότησης των χωρών, με βασικό γνώμονα την βιωσιμότητα του χρέους τους. Όπως σημειώνεται, πρόκειται για μια προσπάθεια «να μειωθεί το κόστος της επίλυσης κρίσεων για τους πιστωτές και τους οφειλέτες» και να βελτιωθεί η ικανότητα της χώρας-οφειλέτη να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της.
ΠΗΓΗ