Η Ελλάδα ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι πληρώνει το ομόλογο ύψους 3,2 δισ.
ευρώ που έληξε προ ημερών και έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ, προσθέτοντας
νέα κέρδη σε αυτά που έχει ήδη αποκομίσει από την παρατεταμένη κρίση
στην ευρωζώνη η Γερμανία, αναφέρουν διεθνή μέσα ενημέρωσης. Σύμφωνα με
αυτά, όταν η ΕΚΤ επιστρέψει τα κέρδη της στις ευρωπαϊκές χώρες, η
Γερμανία θα λάβει το μεγαλύτερο μερίδιο καθώς διατηρεί τη μεγαλύτερη
συμμετοχή σε αυτήν.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της FT Deutschland, η Γερμανία θα συνεχίσει να λαμβάνει μεγαλύτερη «μερίδα» από τα κέρδη της ΕΚΤ δεδομένου του ότι έως το 2026 το ποσό που θα καταβάλει η Ελλάδα στην ΕΚΤ από ομόλογα που λήγουν φτάνει στα 12,7 δις. ευρώ.
Στο μεταξύ, η Γερμανία απολαμβάνει ήδη σημαντικά κέρδη από τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια που πληρώνει για την χρηματοδότησή της, καθώς η εντεινόμενη κρίση χρέους στην περιφέρεια της ευρωζώνης στρέφει τους επενδυτές στην αναζήτηση ασφαλών επενδύσεων.
Ειδικότερα, με βάση τους υπολογισμούς του Jens Boysen-Hogrefe, οικονομολόγου στο Ινστιτούτο του Κιέλου που δημοσίευσε η Handelsblatt, η Γερμανία έχει εξοικονομήσει συνολικά 68 δισ. ευρώ κατά τα τελευταία 3,5 χρόνια σε κόστος δανεισμού, όπως προκύπτει από την σύγκριση του μέσου κόστους δανεισμού με αυτό της περιόδου 1999-2008.
Πηγή: www.capital.gr
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της FT Deutschland, η Γερμανία θα συνεχίσει να λαμβάνει μεγαλύτερη «μερίδα» από τα κέρδη της ΕΚΤ δεδομένου του ότι έως το 2026 το ποσό που θα καταβάλει η Ελλάδα στην ΕΚΤ από ομόλογα που λήγουν φτάνει στα 12,7 δις. ευρώ.
Στο μεταξύ, η Γερμανία απολαμβάνει ήδη σημαντικά κέρδη από τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια που πληρώνει για την χρηματοδότησή της, καθώς η εντεινόμενη κρίση χρέους στην περιφέρεια της ευρωζώνης στρέφει τους επενδυτές στην αναζήτηση ασφαλών επενδύσεων.
Ειδικότερα, με βάση τους υπολογισμούς του Jens Boysen-Hogrefe, οικονομολόγου στο Ινστιτούτο του Κιέλου που δημοσίευσε η Handelsblatt, η Γερμανία έχει εξοικονομήσει συνολικά 68 δισ. ευρώ κατά τα τελευταία 3,5 χρόνια σε κόστος δανεισμού, όπως προκύπτει από την σύγκριση του μέσου κόστους δανεισμού με αυτό της περιόδου 1999-2008.
Πηγή: www.capital.gr