Λευκωσία: Στις 5.000 φτάνουν οι -μόνιμοι- εργαζόμενοι, οι άμεσα
επηρεαζόμενοι από τη λειτουργία της Αρχής Λιμένων, της Cyta και της ΑΗΚ, και
κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα περισσότερο από τους υπόλοιπους
εργαζόμενους, αναμένοντας τις εξελίξεις σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις.
εργαζόμενους, αναμένοντας τις εξελίξεις σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ένας γενικός υπολογισμός, δείχνει ότι οι συγκεκριμένοι τρεις ημικρατικοί οργανισμοί, έχουν συνολική αξία πώλησης της τάξης του €1-1,5 δισ., αν υπολογίσουμε με τον υπεραπλουστευμένο τρόπο, ότι η αξία ορίζεται στη διεθνή πρακτική από τον υπολογισμό των προ φορολογίας κερδών των επόμενων 7-8 ετών.
Στον αριθμό αυτό θα πρέπει να προσθαφαιρέσουμε αποθέματα, υποχρεώσεις, δυναμική, προστιθέμενη αξία, κάτι που «χοντρικά» διπλασιάζει το ποσό αυτό.
Πρόκειται για υπεραπλούστευση, ωστόσο, έτσι μπορούμε να σχηματίσουμε μια γενική εικόνα -και μόνο- του όγκου των τριών ημικρατικών προς διάφορες κατευθύνσεις.
Υπάρχουν και στους τρεις ημικρατικούς οργανισμούς ιδιάζουσες συνθήκες που προφανώς διαμορφώνουν θετικά ή αρνητικά την αξία τους, αν και τελικά, η πραγματική αξία, είναι αυτή στην οποία μπορείς να πωλήσεις κάτι.
Όμως είναι κοντά στη λογική ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Για παράδειγμα, η κατασκευή και διαχείριση των δύο αεροδρομίων για 25 χρόνια -όχι η πώλησή τους φυσικά - σημαίνει έσοδα περίπου 40-45 εκατ. ευρώ ετησίως για το κράτος με βάση τα στοιχεία τα πρώτα χρόνια. Δηλαδή, για τα 25 χρόνια το κράτος θα εισπράξει περίπου 1 δισ. ευρώ. Δεν θα ήταν λογικό να αναμένονται ανάλογα έσοδα από τη διαχείριση των λιμανιών -αν δοθούν- σε ιδιώτες για διαχείριση, χωρίς μάλιστα τις επενδύσεις που απαιτούσαν τα νέα αεροδρόμια;
Πάλι πώς να υπολογίσουμε την αξία της ΑΗΚ, όταν ναι μεν διαθέτει μονάδες παραγωγής της τάξης των 1.500 μεγαβάτ, αλλά την ίδια ώρα ο μέσος όρος αξιοποίησής τους είναι 33% και η μέγιστη ζήτηση δεν φτάνει πλέον ούτε στα 1.000 μεγαβάτ;
Ταυτόχρονα, υπάρχουν και οικονομικές υποχρεώσεις της τάξης των 700-800 εκατομμυρίων. Μόνο ο δανεισμός, απαιτεί τα κέρδη της ΑΗΚ για την επόμενη δεκαετία και βάλε. Θα πωληθεί το δίκτυο που κατασκευάστηκε στο μεγαλύτερό του μέρος με απαλλοτριώσεις και που είναι πηγή καθαρού σίγουρου και σταθερού κέρδους;
Αν μιλούμε πάλι για την Cyta, τι είναι αυτό που έχει τη σημαντική αξία; Η ΑΤΗΚ χρειάζεται μέσα στα αμέσως επόμενα 3-5 χρόνια επενδύσεις της τάξης των 200-250 εκατ. ευρώ για να διατηρήσει το επίπεδό της στον τομέα των υποδομών.
Τα τελευταία χρόνια, είχε μειώσει κάθετα τις αναπτυξιακές της επενδύσεις, κάτι που έχει σημασία και πρέπει να ληφθεί υπόψη για την πραγματική εικόνα της κερδοφορίας. Περίπου 50 εκατ. ευρώ για την υποδομή πληροφορικής που οι ίδιοι λένε ότι καταρρέει, άλλα 100 εκατ. για δίκτυο κινητής τηλεφωνίας 4ης γενιάς ώστε να διατηρηθεί στον ανταγωνισμό και ακόμα μερικές δεκάδες εκατομμύρια για άλλη υποδομή και το επίγειο δίκτυο.
Την ίδια ώρα -με εξαίρεση μια κυπριακή εταιρεία τηλεπικοινωνιών- ουδείς ντόπιος ή ξένος διεκδίκησε το τέταρτο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Μήπως σημαίνει κάτι αυτό; Με τις παρούσες συνθήκες, το κύριο ελκυστικό στοιχείο για ξένους επενδυτές από πλευράς Cyta θα είναι το δίκτυο θαλάσσιων καλωδίων, η ακίνητή της περιουσία και η πελατειακή της βάση.
Στα €2,5 δισ. ο όγκος εργασιών
Η εικόνα δεν είναι καθαρή, όσον αφορά στη συνολική
αξία των τριών ημικρατικών οργανισμών, των οποίων προωθείται η ιδιωτικοποίηση.
Όμως επηρεάζονται 5.000 εργαζόμενοι. Μιλούμε, δηλαδή, για συνολικό ενεργητικό
της τάξης των €4-€5 δισ. και ετήσιο όγκο εργασιών της τάξης των €2,5 δισ. ή
περίπου το 13% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
Μιλούμε για προ των φόρων ετήσια κέρδη της τάξης των 150 εκατ. ευρώ συνολικά, ένας αριθμός που, να σημειωθεί, χρόνο με τον χρόνο φθίνει.
Μιλούμε για προ των φόρων ετήσια κέρδη της τάξης των 150 εκατ. ευρώ συνολικά, ένας αριθμός που, να σημειωθεί, χρόνο με τον χρόνο φθίνει.
Πολύπλοκο παζλ για ιδιωτικοποίηση της ΑΗΚ
Aν για την ΑΗΚ υπολογίσουμε την απλουστευμένη φόρμουλα της αξίας με τον πολλαπλασιασμό των καθαρών κερδών -περίπου €80 ετησίως - της, τότε η αξία της ανέρχεται σε €1 δισ. Ωστόσο, ενδεχομένως είναι ο πλέον περίπλοκος για υπολογισμό αξίας οργανισμός.
Πρώτον, γιατί ακριβώς τώρα, που γίνεται έστω και θεωρητικά λόγος για ιδιωτικοποιήσεις, η ΑΗΚ βρίσκεται στη δεινότερη από ποτέ οικονομική κατάσταση, γεγονός που μειώνει την αξία της, με χρέη της τάξης των 700-800 εκατ. ευρώ, με ρευστότητα που μέχρι προ μερικών μηνών οδηγούσαν στον χαρακτηρισμό της ως «μη δρώσα οικονομικά επιχείριση».
Επίσης είναι σε περίοδο έστω και τουλάχιστον επιφανειακής περισυλλογής, κάτι που σημαίνει ότι στο τέλος της περιόδου η αξία αυξάνεται. Σίγουρα, με ένα «λίφτινγκ», η αξία του οργανισμού ανεβαίνει κατακόρυφα.
Όμως το κύριο ερώτημα είναι, όταν ο οποιοσδήποτε μιλά για ιδιωτικοποίηση της ΑΗΚ, εννοεί και το δίκτυο μεταφοράς και διανομής ή όχι, μιλά μόνο για τις μονάδες παραγωγής και την πώληση ηλεκτρισμού; Γιατί το δίκτυο, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της αξίας της.
Γι’ αυτό αν δεν ξεκαθαρίσουν οι προθέσεις της κυβέρνησης σε σχέση με το δίκτυο, τίποτα δεν θα είναι καθαρό σε σχέση με την αξία της ΑΗΚ.
Επίσης, στον τομέα του ηλεκτρισμού, ο ανταγωνισμός -πέραν αυτού των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, λαμβάνεται υπόψη εξαιρετικά σοβαρά. Κι αυτό γιατί μια ιδιωτική μονάδα παραγωγής της τάξης των 250 Μεγαβάτ για παράδειγμα – αναφερόμαστε σε συγκεκριμένη επένδυση που ήδη προχωρά- είναι πολύ εύκολο να αφαιρέσει όχι σταδιακά αλλά διά μιάς, μέχρι και το 25%-30% του μεριδίου της ΑΗΚ.
Κάτι που θα σημαίνει την ενεργοποίηση ενός θυελλώδους φαύλου κύκλου για τον ημικρατικό οργανισμό. Επίσης, το γεγονός ότι έγιναν επενδύσεις της τάξης των 500.000 – 600.000 εκατ. ευρώ, για να εγκατασταθούν μονάδες παραγωγής οι οποίες ουσιαστικά υπολειτουργούν, το γεγονός ότι μονάδες παραγωγής τίθενται πλήρως στην εφεδρεία – όπως η Μονή και τώρα η Δεκέλεια, δημιουργούν ακόμα πιο σύνθετες καταστάσεις στο παζλ ιδιωτικοποίησης της ΑΗΚ.
Η ΑΗΚ εργοδοτεί 2.250 μόνιμους εργαζόμενους και 40 συμβασιούχους και από τον κύκλο εργασιών της το 65% αφορά στα καύσιμα.
Η φθίνουσα πορεία των αριθμών της Cyta
Με ακαθάριστα κέρδη της τάξης των €70-€80 εκατ.
ετησίως με φθίνουσα πορεία και αποθεματικό της τάξης των €800 εκατ. και χωρίς
δανειακές υποχρεώσεις (πέραν των περίπου €50 εκατ. της θυγατρικής Cyta Hellas),
η αξία της Cyta σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης, υπολογίζεται στο €1,2 έως €1,5
δισ., αν δεν ληφθεί υπόψη η μέθοδος του EBITA. Δηλαδή η αξία
ιδιωτικοποίησης είναι ίση με το διπλάσιο, από το μέρισμα που απέδωσε ο οργανισμός
στο κράτος την τελευταία δεκαετία (2002 - 2012).
Εργοδοτεί περίπου 2.300 μόνιμους υπαλλήλους -με μέσο κόστος δαπάνης 64.000 ανά υπάλληλο- και 600 έκτακτους -με μέσο κόστος δαπάνης 15.000 ανά υπάλληλο. Επίσης, αριθμό προσωπικού εργοδοτεί και μέσω των 10 θυγατρικών της εταιρειών.
Κατέχει το 85% του συνολικού όγκου κίνησης της σταθερής τηλεφωνίας (με το 55% περίπου της εξερχόμενης διεθνούς κίνησης), σχεδόν το 75% των συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας, το 65-70 % των συνδρομητών προπληρωμένης κινητής τηλεφωνίας, περίπου το 65-70% των συνδέσεων ευρυζωνικού ίντερνετ και περίπου το 55% της αγοράς συνδρομητικής τηλεόρασης μέσω Internet.
Πρόκειται για αριθμούς που ακολουθούν σταθερά μια αργή αλλά σταθερή πτωτική πορεία, είτε αυτό αφορά τα κέρδη, είτε το μερίδιό της στην αγορά.
Η ενέργεια ωθεί προς τα εμπρός την ΑΛΚ
Η Αρχή Λιμένων, διαχειρίζεται και αναπτύσσει τα
λιμάνια Λεμεσού -παλιό και νέο- το λιμάνι Λάρνακας (μέχρι την υπογραφή ΒΟΤ), το
λιμάνι Πάφου, Βασιλικού, το λιμάνι Λατσιού, λιμενικούς σταθμούς σε Μονή και
Δεκέλεια, όπως και τα λιμάνια των κατεχόμενων περιοχών. Συνδέει την Κύπρο διά
θαλάσσης με περίπου 160 λιμάνια διεθνώς.
Δεν έχει αξιόλογες υποχρεώσεις και αυτοχρηματοδοτεί το αναπτυξιακό της πρόγραμμα.
Πριν την οικονομική κρίση, πραγματοποιούσε περίπου 35 εκατ. ευρώ καθαρά κέρδη ετησίως, που την τελευταία τριετία μειώθηκαν σε 20-25 εκατ. ευρώ ετησίως.
Εξυπηρετεί σχεδόν 5.000 σκάφη ετησίως, συνολικής καθαρής χωρητικότητας 24 εκατ. κόρων, από τα οποία, περίπου τα 3.600 είναι σκάφη μεταφοράς εμπορευμάτων και τα 400 σκάφη μεταφοράς επιβατών, ενώ τα υπόλοιπα 1.000 είναι σκάφη που προσεγγίζουν τα κυπριακά λιμάνια για άλλους λόγους. Διακινεί ετησίως περίπου 8 εκατ. μετρικούς τόνους φορτίου και 300.000 επιβάτες κρουαζιέρων.
Εργοδοτεί 300 υπαλλήλους και επιπλέον 100 ωρομίσθιους εργάτες. Ωστόσο, στα λιμάνια εργάζονται σε σύνδεση με την Αρχή και τις λειτουργίες της 90 περίπου αχθοφόροι και 170 λιμενεργάτες.
Από τις εξελίξεις στην Αρχή Λιμένων, επηρεάζονται όμως και πολλοί άλλοι, όπως εκτελωνιστές, ναυτιλιακοί πράκτορες, προσωπικό εξυπηρέτησης κρουαζιερόπλοιων κ.τ.λ. και γενικά συνεργαζόμενοι και εξαρτώμενοι από τη λειτουργία των λιμανιών, τομείς που απασχολούν ακόμα περίπου2.000 εργαζόμενους.
Η αξία του οργανισμού, σε περίπτωση διαδικασίας ιδιωτικοποίησης, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί.
Δεδομένων των περιουσιακών της στοιχείων και των ετήσιων κερδών και της πρόβλεψης για σημαντικά αυξημένα μελλοντικά κέρδη, αυτή ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ.
Οι προοπτικές ανάπτυξης υδρογονανθράκων, που απαιτούν σημαντική χρήση λιμενικών εγκαταστάσεων, υπόσχεται δραστική αύξηση κερδών, αφού αυξάνονται σημαντικά οι προσφερόμενες υπηρεσίες, χωρίς να απαιτούνται άμεσες αναπτυξιακές επενδύσεις.
Επίσης, η ανάπτυξη δύο τερματικών υγρών καυσίμων -της VTTV και της Petrolina στο Βασιλικό- όπως και ενδεχομένως τρίτου παρόμοιου τερματικού σε άλλη περιοχή, αναμένεται να αυξήσει επίσης ραγδαία τα κέρδη της Αρχής.
Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι την τελευταία δεκαπενταετία, με ενδιάμεσα σκαμπανεβάσματα, ο όγκος εργασιών των λιμανιών μας παραμένει σχετικά σταθερός, με την πίτα της αύξησης του όγκου εργασιών να φαίνεται ότι μοιράζεται αποκλειστικά στα ανταγωνιστικά λιμάνια.
Όμως, βασικό στοιχείο της λειτουργίας της Αρχής Λιμένων, είναι η γη που καταλαμβάνουν τα λιμάνια. Αν αλλάξει η ιδιοκτησία ή η χρήση της, αμέσως τίθεται θέμα νομιμότητας απαλλοτριώσεων. Προφανώς γι’ αυτό και όλοι μιλούν για διαφορετικό μοντέλο ιδιωτικοποίησης της Αρχής Λιμένων, ενδεχομένως με παραχώρηση υπηρεσιών και διαχείρισης τομέων εργασίας.
Γράφει: Πέτρος Θεοχαρίδης