Σε όλο και πιο σφικτό κλοιό βρίσκεται η Κεντρική Τράπεζα λόγω των
αναγκών κατεπείγουσας ρευστότητας των κυπριακών τραπεζών. Όπως γράφτηκε
και στο παρελθόν, οι ανάγκες για ELA (Emergency Liquidity Assistance)
που ζητούν οι τράπεζες –και ιδίως η Λαϊκή
Τράπεζα– έχουν φτάσει ήδη σε
εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Από την άτοπο αναγωγή των στοιχείων της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία διασταυρώνονται και από τα
στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, προκύπτει πως στο τέλος
Ιουνίου, η Κεντρική Τράπεζα είχε παραχωρήσει ELA ύψους 8.02 δισ. ευρώ
στο τραπεζικό σύστημα.
Το
ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το 42% περίπου των στοιχείων ενεργητικού της
Κεντρικής Τράπεζας, γεγονός που καταδεικνύει το ύψος του προβλήματος. Το
μέγεθος του προβλήματος διαφαίνεται από το γεγονός ότι πλέον είναι
αμφίβολο κατά πόσον η Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται σε θέση να συνεχίσει να
παραχωρεί όλο και υψηλότερο ELA στις τράπεζες. Πάντως, από τα στοιχεία
της Κεντρικής Τράπεζας προκύπτει πως στο παθητικό της συμπεριλαμβάνονται
και υποχρεώσεις ύψους περίπου 11 δισ. «εντός του ευρωσυστήματος». Αυτή η
κατηγορία πολύ πιθανόν να αφορά στις υποχρεώσεις της Κεντρικής έναντι
ομολόγων της στο ευρωσύστημα (ΕΚΤ αλλά και άλλες εθνικές Κεντρικές
Τράπεζες) υπό τη μορφή τρόπον τινά «εσωτερικού δανεισμού» για κάλυψη των
αναγκών της.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το βέβαιο είναι πως η Κεντρική βρίσκεται
κάτω από εξαιρετικά σοβαρές πιέσεις, αφού έχει ανάγκη να στηρίξει τη
ρευστότητα των τραπεζών, με αποτέλεσμα να δέχεται η ίδια όλο και
εντονότερες πιέσεις. Με το ELA να βρίσκεται πλέον στα 8 δισ. ευρώ για
τον περασμένο μήνα, η Κεντρική Τράπεζα αισθάνεται πλέον πολύ έντονα την
πίεση που της ασκεί η ρευστότητα των τραπεζών. Από το τέλος Ιουνίου,
μάλιστα, εκτιμάται πως το ύψος του ELA έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο,
με κάποιους υπολογισμούς να δείχνουν πως έχει ξεπεράσει ακόμα και τα 9
δισ. ευρώ, προσεγγίζοντας το 50% των στοιχείων ενεργητικού της Κεντρικής
Τράπεζας.
Το πρόβλημα εστιάζεται, κατά κύριο λόγο στη Λαϊκή Τράπεζα, η οποία
σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έχει αντλήσει το μεγαλύτερο μέρος του
ποσού των 8 δισ. ευρώ, εν μέρει και λόγω των αναγκών της Εγνατίας. Η
Τράπεζα Κύπρου φέρεται να έχει αντλήσει ένα σχετικά μικρό ποσό από το
ELA.
Απόφαση της ΕΚΤ
Το βαθύτερο πρόβλημα στα χρηματοκιβώτια της Κεντρικής δημιουργήθηκε
μετά τον αποκλεισμό της Κύπρου από τη νομισματική πολιτική της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με αυτή την απόφαση, το κυπριακό χρέος
κρίνεται ως μη αποδεκτό από την ΕΚΤ ως εξασφάλιση για την άντληση
ρευστότητας από τις τράπεζες. Έτσι, η μοναδική επιλογή που παραμένει
πλέον για τις τράπεζες είναι το ELA, το οποίο τυγχάνει διαχείρισης από
τις εθνικές κεντρικές τράπεζες ξεχωριστά και στο οποίο γίνονται αποδεκτά
πιο χαμηλής ποιότητας εξασφαλίσεις έναντι ρευστότητας.
Στην προκειμένη, τα κυπριακά ομόλογα αποκλείστηκαν από τη νομισματική
πολιτική της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν ως μοναδική
επιλογή τους την κατάθεση των κυπριακών ομολόγων στην Κεντρική Τράπεζα
για άντληση ρευστότητας. Είναι δε προφανές πως η Κεντρική είναι πλέον
«φορτωμένη» με κυπριακά ομόλογα, δηλαδή κακής ποιότητας εξασφαλίσεις.
Όπως ήταν γνωστό από καιρό, η ΕΚΤ είχε ειλημμένη απόφαση να
αποκλείσει την Κύπρο από τη νομισματική πολιτική, η οποία όμως είχε
άτυπα ανασταλεί μετά από διαβεβαιώσεις που έλαβε η ΕΚΤ από την
κυβέρνηση. Κρίσιμη γι’ αυτό τον σκοπό ήταν η γνωστή, πλέον, συνάντηση
Ορφανίδη-Σιαρλή-Ντράγκι, κατά τη διάρκεια της οποίας ο υπουργός
Οικονομικών φέρεται να είχε εκφράσει τη βεβαιότητα πως η Κύπρος «μπορεί
να φέρει αποτελέσματα» όπως αναζητούσε η ΕΚΤ, μέσα από την άμεση λήψη
μέτρων.
Μετά την πάροδο περίπου δύο μηνών, όμως, και με το κράτος να μην έχει
προχωρήσει στη λήψη κανενός μέτρου, η ΕΚΤ είχε ως σκοπό τον αποκλεισμό
της Κύπρου από τη νομισματική πολιτική κατά τη διάρκεια της συνεδρίας
του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ που έγινε την Τετάρτη 20 Ιουνίου και
Πέμπτη 21 Ιουνίου.
Όπως έγραψε τότε η «Κ», ο νέος διοικητής κατάφερε να κερδίσει χρόνο
στον αποκλεισμό της Κύπρου από τη νομισματική πολιτική. Η πληροφορία που
γράφτηκε τότε, πως με τις αποφάσεις που αφορούσαν στις ισπανικές
τράπεζες, κέρδισε χρόνο και η Κύπρος, ελέγχονται. Η απόφαση, όπως
διαφάνηκε αργότερα, ήταν η αναστολή του αποκλεισμού των κυπριακών
προϊόντων κρατικού χρέους από τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, να μην
ενεργοποιηθεί, με το πρόσχημα της αξιολόγησης από τον οίκο Fitch, ο
οποίος διατηρούσε την Κύπρο σε αξιολόγηση «επενδυτικού» προϊόντος,
δηλαδή, πάνω από «σκουπίδι».
Παρόλο που η ανακοίνωση της υποβάθμισης από τους Fitch είχε θεωρηθεί
βέβαιη, δημιουργήθηκε, αφελώς, κάποια αισιοδοξία, διότι η
πολυαναμενόμενη υποβάθμιση της Κύπρου από τον οίκο Fitch, τον τελευταίο
οίκο που διατηρούσε την αξιολόγηση της Κυπριακής Δημοκρατίας πάνω από το
όριο των «σκουπιδιών», δεν έγινε την Παρασκευή, 22 Ιουνίου, όπως
ανέμεναν οι πάντες. φάνηκε αρχικά πως θα αναβαλλόταν για κάποιο χρονικό
διάστημα. Κι αυτό, διότι δεν είχε φτάσει το προσχέδιο της ανακοίνωσης
στις κυπριακές αρχές. (Είθισται να δίνεται το προσχέδιο «για σχόλια» 24
ώρες ή και λίγο παραπάνω πριν από την επίσημη ανακοίνωση).
Ενώ, λοιπόν, φάνηκε πως είχε κερδηθεί κάποιο χρονικό περιθώριο από το
τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου, η νέα υποβάθμιση ήρθε την επόμενη
Δευτέρα, 25 Ιουνίου, ενεργοποιώντας, έτσι, την απόφαση της ΕΚΤ για
αποκλεισμό της Κύπρου από τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Πλέον, τα κυπριακά ομόλογα, τα οποία δεν θεωρούνται επενδυτικής
αξίας, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εξασφάλιση για άντληση φθηνής
ρευστότητας από την ΕΚΤ. Μπορούν, όμως, να χρησιμοποιηθούν για τον ίδιο
σκοπό στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, όπως διαφαίνεται πως γίνεται.
Το ερώτημα που δημιουργείται είναι πώς και γιατί δεν έλαβε η Κύπρος
τα απαραίτητα μέτρα εν όψει αυτής της πλήρως προβλέψιμης εξέλιξης, την
οποία περίμεναν όλοι οι παρατηρητές για μήνες. Με τον αποκλεισμό από τη
νομισματική πολιτική και την ανάγκη να στρέφεται στο ELA, το πρόβλημα
της Κεντρικής είναι πλέον σοβαρότατο.
Κινήσεις για είσοδο
Σήμερα, παραμένει άγνωστο κατά πόσον γίνεται η οποιαδήποτε προσπάθεια
ούτως ώστε τα κυπριακά ομόλογα –τα οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
κρίνει ως αναξιόπιστο προϊόν– θα γίνουν εκ νέου αποδεκτά ως εξασφάλιση
για άντληση ρευστότητας από τις τράπεζες.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί πως είναι πλέον ορατό το πρόβλημα
ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, αν μη τι άλλο, από το μέγεθος του
ELA, το οποίο συνεχίζει να καλπάζει. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως το
πρόβλημα της ρευστότητας δεν σχετίζεται απαραίτητα με τα προβλήματα
φερεγγυότητας των τραπεζών, παρά μόνο έμμεσα και μέσα από τις δυσκολίες
που δημιουργούνται στη διατραπεζική αγορά. Ωστόσο, ακόμα κι αν ήταν πολύ
πιο ισχυρές από ό,τι σήμερα, οι κυπριακές τράπεζες πολύ πιθανόν να
αντιμετώπιζαν ουσιαστικές ανάγκες για άντληση ELA.
Αν δεν βρεθεί κάποια άμεση λύση, το μέγεθος του ELA ενδέχεται να
μετατραπεί, όχι μόνο σε ένα νέο άμεσο πρόβλημα, αλλά δυνητικά και στο
μεγαλύτερο πρόβλημα της οικονομίας. Εάν, με το πρόσχημα της διάσωσης από
τον Μηχανισμό, μέσα από διπλωματικές κινήσεις ή μέσα από παρασκηνιακές
κινήσεις της Κεντρικής Τράπεζας, αρχίσει το κυπριακό ομόλογο να γίνεται
εκ νέου δεκτό, τότε θα αμβλυνθεί μια αφόρητη πίεση στα στοιχεία
ενεργητικού της Κεντρικής.
Δεν είναι ξεκάθαρο, στο παρόν στάδιο, αν θα μπορέσει αυτή η εικόνα να
ανατραπεί. Σε ερώτηση της «Κ» κατά πόσον γίνονται κινήσεις από πλευράς
της Κεντρικής Τράπεζας για να συζητηθεί το θέμα ή να προχωρήσει
διαφορετικά μία προσωρινή αναστολή της απόφασης, δεν έγινε καμία δήλωση.
Η Κεντρική δεν απάντησε επίσης ούτε στην ερώτηση κατά πόσον είναι σε
θέση να συνεχίσει να παραχωρεί ELA τέτοιων μεγεθών.