Συγγραφέας:
ΜαστραππάςΣάββας
Άρδην τ. 78
Στιςαρχές Ιανουαρίου, κατά τον πρώτο γύρο των εντατικών συνομιλιών μεταξύ Χριστόφια– Ταλάτ για την επίλυση του Κυπριακού, υπεβλήθησαν οι προτάσεις τηςτουρκικής πλευράς για το κεφάλαιο της «διακυβέρνησης και της κατανομής τωνεξουσιών»1.Όσοι στοιχειωδώς παρακολουθούν τις τουρκικές τακτικές μεθοδεύσεις, διαχρονικά, θα συμφωνήσουν ότι οι προτάσεις αυτές δεν συνιστούν ούτε αιφνιδιασμό ούτε βέβαια παραδοξότητα.
Απαντώ: Δυστυχώς ή ευτυχώς, η τουρκική πλευρά θα εύρισκε κάποιον εύσχημο τρόπο να υπαναχωρήσει. Ο λόγος; Η τουρκική πλευρά παίζει ένα παιχνίδι τακτικής ακόμα και με την υποβολή αυτών των χαρακτηριζόμενων από αρκετούς ως μαξιμαλιστικών προτάσεων. Στην ουσία, οι καταληκτικές στοχεύσεις των Τούρκων μας επιφυλάσσουν μια πολύ χειρότερη μοίρα. Οι ολέθριες παραχωρήσεις που έκανε, αφελώς κατά τηγνώμη μας (διότι δεν βρίσκουμε κοσμιότερο χαρακτηρισμό), ο πρόεδρος Χριστόφιαςπρος την τουρκική πλευρά, θεωρώντας ότι έτσι θα επαναθερμανθεί ο διάλογος, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δεν έδωσαν κάποιο αποτέλεσμα, αλλά θεωρούνται ήδη από την τουρκική διπλωματία ως δικά τους κεκτημένα (πάγια τουρκική τακτική). Οκ. Χριστόφιας μπήκε στη διαδικασία του διαλόγου με μεγάλη ορμή, πιστεύοντας ότι ήταν ο μοναδικός ευφάνταστος άνθρωπος επί της γης που σκέφτηκε, και ταυτόχρονα βρήκε και τον τρόπο, να «απαγκιστρώσει» τους συνοίκους μας Τουρκοκύπριους από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Άγκυρας. Βάφτισε λοιπόν τον παλιό διακοινοτικό διάλογο (άλλη αμαρτωλή ιστορία) «Λύση από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους»! Ταυτόχρονα δε, πίστεψε ότι, «αγνοώντας επιδεικτικά την Τουρκία», βρήκε τον μαγικό τρόπο να την πετάξει έξω από την κυπριακή σκακιέρα! Οι ομοιότητες αυτής της πράξη ςμας βάζουν στον πειρασμό να θυμηθούμε το ανέκδοτο του λαγού με το λιοντάρι,όπου ο καημένος ο λαγός πίστεψε ότι, αν αγνοήσει το λιοντάρι και απλά το σβήσει από τη μνήμη του, αυτό θα εξαφανιστεί ως διά μαγείας από την ιστορία, οπότε θα του επιτραπεί να διάγει βίον ανθόσπαρτον! Κωμικοτραγικές καταστάσεις! Κάποια στιγμή, ως γνωστόν, το λιοντάρι βαρέθηκε να διασκεδάζει με τα καμώματα τουλαγού και αποφάσισε να πάει να του ζητήσει τα ρέστα! Το ανέκδοτο λοιπόν τελείωσε και στη δική μας περίπτωση. Η Τουρκία δυστυχώς δεν εξαφανίστηκε και ο Κύπριος πρόεδρος δυστυχώς βρέθηκε προ εκπλήξεως, διότι δεν άκουσε εκείνους τους λίγους που του φώναζαν από το διπλανό ανέκδοτο: «Πού πας, ρε Καραμήτρο;» Ας αφήσουμε όμως την ιλαροτραγωδία και ας προσγειωθούμε και πάλι στο τραγικό στοιχείο της ιστορίας μας. Ο νυν πρόεδρος παραμέρισε τη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 που είχε συνάψει ο εκλιπών πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος με τον Ταλάτ. Η συμφωνία ως γνωστόν προέβλεπε: την έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων σε ανώτατο επίπεδο μόνον αφού προηγουμένως διαπιστωνόταν σύγκλιση θέσεων, αφενός, και ύπαρξη κοινής βάσης, αφετέρου. Αυτά θα έβγαιναν μέσα από τη διαπραγμάτευση στις ομάδες εργασίας. Μπήκε στις διαπραγματεύσεις χωρίς να υπάρχει σύγκλιση θέσεων και ουσιαστικά χωρίς όρους με τον «ομοϊδεάτη» τουΜεχμέτ Αλή Ταλάτ. Στη συνέχεια, έκανε τα γνωστά δώρα προς τους Τούρκους, αποδεχόμενος την παραμονή πενήντα χιλιάδων εποίκων στο νησί, μετά τηνενδεχόμενη λύση, την εκ περιτροπής προεδρία, τη ρατσιστική αρχή της σταθμισμένης ψήφου και άλλα που πιθανόν δεν γνωρίζουμε ακόμα! Το σημαντικότερο όμως κατά τη γνώμη μας λάθος ήταν που δεν μπήκανε ουσιαστικά προσκόμματα και όροι, που δεν αξιοποιήθηκε ως κομβικό σημείο πίεσης (κατ’ εμάς, που δεν θέσαμε βέτο) κατά την αξιολόγηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, τον Δεκέμβριοπου μας πέρασε. Αποτελεί φενάκη να νομίζουμε ότι οι ελάχιστοι εναπομείναντες Τουρκοκύπριοι στα Κατεχόμενα μπορούν να λειτουργήσουν ως αυθύπαρκτη πολιτική οντότητα η οποία, μάλιστα, να διαθέτει μια τέτοιας εμβέλειας δυναμική που να μπορεί να επηρεάσει, έστω στο ελάχιστο, την πορεία των συνομιλιών! Τα όποια όργανα του ψευδοκράτους εποπτεύονται από την τουρκική πρεσβεία, ενώ οι υποτυπώδεις δημοκρατικοί θεσμοί παρακολουθούνται άγρυπνα από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και η στυγερή μπότα των πενήντα χιλιάδων τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων κατατάσσει τον κατεχόμενο τομέα της Κύπρου στην πιο στρατοκρατούμενη περιοχή του πλανήτη ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Είναι παιδαριώδες, λοιπόν, να υπάρχει έστω και ένας Έλληνας (εκτός βέβαια από τον σημερινό πρόεδρο της Κύπρου) που να πιστεύει ότι οι κακομάζαλοι2 τούτοι άνθρωποι μπορούν να αποφασίσουν μόνοι τους για το μέλλον τους. Είναι προφανές ότι η νεο-οθωμανική Τουρκία είναι ο διαμορφωτής της τουρκικής στρατηγικής και τακτικής του Κυπριακού. Είναι ενδεικτικές οι θέσεις τουσημερινού υπουργού Εξωτερικών (θεωρητικού του νεο-οθωμανισμού) της Τουρκίας, Α.Νταβούτογλου, που αφορούν την Κύπρο3. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο του, Στρατηγικό Βάθος. Ο Νταβούτογλου και η Κύπρος «ΟιΗΠΑ, δημιουργώντας έναν δυναμικό συσχετισμό μεταξύ των πολιτικών τους για τηνΑνατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, επιδιώκουν να έχουν υπό τον έλεγχό τους την ευρωπαϊκή Hinterland, καλύπτοντας το πεδίο του γεωστρατηγικού κενού που εμφανίστηκε στον άξονα Βαλκανίων–Μέσης Ανατολής, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το Αιγαίο και η Κύπρος είναι δύο σημαντικά σκέλη τόσο στον άξονα Ανατολικής Ευρώπης–Μέσης Ανατολής, από άποψη χερσαίας σύνδεσης, όσο καιστον άξονα Αδριατικής–Ανατολικής Μεσογείου–Κόλπου, από άποψη θαλάσσιας σύνδεσης». […] «Στο πλαίσιο αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού, το ζήτημα της Κύπρου θα έρθει στο προσκήνιο με τον πιο ενεργότρόπο» […] Και συνεχίζει: «Μια χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργός στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές». […]«Η Τουρκία, επηρεαζόμενη λόγω θέσεως από πολλές ισορροπίες, είναι υποχρεωμένηνα αξιολογήσει την κυπριακή πολιτική της αφαιρώντας την από την τουρκοελληνική εξίσωση». Ο καθηγητής κ. Μάζης σχολιάζει εδώ πολύ εύστοχα4 ότι: «Ομολογεί ξεκάθαρα ο Τούρκος θεωρητικός ότι το κυπριακό ζήτημα δεν πρέπει να εμπίπτει μέσα στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων! Η Κύπρος πρέπει να απομονωθεί!» Οι ελλαδικές κυβερνήσεις και το σύνολο του ελλαδικού πολιτικού κόσμου έκαναν και αυτή την παραχώρηση βέβαια στην Τουρκία, αφού έπαψαν να ασχολούνται με το Κυπριακό και δεν το θεωρούν πια μείζον θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από την επόμενη μέρα της εισόδου της Κύπρου στην Ε.Ε. Και συνεχίζει οΝταβούτογλου: «Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμιά χώρα δενμπορεί να μείνει αδιάφορη απέναντι σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται στην καρδιά του ίδιου του ταξιδιωτικού της χώρου». «Την Κύπρο δεν μπορεί να τηναγνοήσει καμιά περιφερειακή ή διεθνής δύναμη που διαμορφώνει στρατηγικούς σχεδιασμούς στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες αυτές τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μιας παραμέτρου που (θα) επηρεάζει καθεμιά απ’ αυτές ευθέως. Η Τουρκία απέκτησε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα την δεκαετία του 1970 επί της κυπριακής παραμέτρου, το οποίο και πρέπει να αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής, δηλαδή με στόχο τη διαφύλαξη του στάτους κβο, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μιας –διπλωματικής φύσεως– επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής». Τα συμπεράσματα είναι δικά σας. «Το Κυπριακό είναι πολύ σοβαρό θέμα για την Τουρκία για να αφήνουμε τους Τ/Κ να αποφασίσουν γι’αυτό». Όπως λένε δεκαετίες τώρα οι Τούρκοι. Πού βρισκόμαστε; Αντί να λάβει υπ’ όψιν του όμως ο κ. Χριστόφιας τις τουρκικές θέσεις και πρακτικές, απλώς τις αγνόησε... Η χριστόφειος τακτική αποτελεί ένα μείγμα αφέλειας, έστω ευέλικτης αφέλειας, απειρίας, λενινιστικής υπεροψίας, αδυναμίας κατανόησης των βασικών παραμέτρων του κυπριακού προβλήματος, ξεπερασμένων διεθνιστικών εμμονών περί των Τουρκοκυπρίων και μη κατανόησης του ρόλου που παίζουν στο εσωτερικό της Τουρκίας οι αντιμαχόμενες κυβερνώσες ελίτ, σε σχέσημε το γεωπολιτικό όραμα που έχουν για τη χώρα τους. Συνεπώς, οι τακτικισμοί Χριστόφια, αγνοώντας αφελώς τις γεωστρατηγικές στοχεύσεις της άλλης πλευράς, καθιστούν τη διαχείριση του προβλήματος της Κύπρου από τον νυν πρόεδρο ολέθρια, ανεπαρκή και αυτοκτονική. Οι τουρκικές στοχοθεσίες παραμένουν αμετάβλητες. Η Άγκυρα επιδιώκει τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Οι λόγοι που καθιστούν αναγκαίο τον έλεγχο της Κύπρου αναλύθηκαν από τον ίδιο τον Νταβούτογλου πιο πάνω. Η κυπριακή πολιτική της Άγκυρας δεν ξέφυγε πότεαπ’ αυτό που έλεγε ο Ραούφ Ντενκτάς παλαιότερα: «Να αναγνωρισθούν οι νέες πραγματικότητες στο νησί», εννοώντας φυσικά αυτές που επιβλήθηκαν διά των όπλων από τα Μεχμετσίκ, το 1974. «Η Τουρκία στοχεύει σε μια λύση συνομοσπονδιακού χαρακτήρα, η οποία θα κατοχυρώνει και νομικά τις αλλαγές που επέβαλε το 1974, έτσι που αυτές να έχουν συνέχεια».5 Η τουρκική διπλωματία κινείται πολυεπίπεδα για να πετύχει αυτόν τον στόχο. Το ευτυχέστερο σενάριο για τους Τούρκους θα ήταν να βρεθεί κάποιος από την πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας να βάλει σύντομα την υπογραφή του. Όμως, αξιολογώντας ορθά τα συμπεράσματα που βγήκαν μετά το δημοψήφισμα του 2004, βλέπουν ότι αυτό είναι δύσκολο να γίνει αμέσως. Ακόμα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Κύπρου δεν φαίνεται διατεθειμένη να υπερψηφίσει ένα παράγωγο του σχεδίου Ανάν, το οποίο και θα προέβλεπε την κατάργηση του κυπριακού κράτους. Επιλέγουν λοιπόν μια τακτική συνεχούς ροκανίσματος, αποψίλωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μια τακτική που έχει επιλέξει να πλήξει τον ίδιο στόχο, προσβάλλοντάς τον όμως καθημερινά από πολλές πλευρές. Πρώτα, η Τουρκία πέτυχε την αποενοχοποίησή της από την «ειρηνευτική επιχείρηση» που διεξήγαγε ο στρατός της το 1974, γι’ αυτόβλέπουμε τα τελευταία χρόνια την τούρκικη διπλωματία να κινείται διεκδικητικά και με αυτοπεποίθηση. Οι αναστολές, η εσωστρέφεια και ο απολογητικός τόνος που τους επέβαλλε η διεθνής κοινότητα, απαλείφθηκαν το 2004. Έτσι λοιπόν, καθημερινά, από τη μια προσπαθούν να στριμώξουν, να αφαιρέσουν επιχειρήματα καινομιμότητα από την Κυπριακή Δημοκρατία, ταυτόχρονα δε, επιχειρούν να αναβαθμίσουν το κατοχικό ψευδο-μόρφωμα. Η περίφημη εκστρατεία για τη δήθεν άρσητης «απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων» εντάσσεται σε αυτή την προσπάθεια. Το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος θα πρέπει να εξισωθεί σιγά-σιγά, σε επίπεδο διεθνούς αναγνώρισης και πληθυσμιακής ποσότητας, με την Κυπριακή Δημοκρατία, ούτως ώστε να κατοχυρωθεί κάποτε ντε φάκτο ως η δεύτερη αναγνωρισμένη πολιτειακή αρχή στο νησί. Δυστυχώς, για τη δικιά μας πλευρά, όσο η στρατηγική και οι αντιδράσεις μας παραμένουν υποτονικές και αμυντικές, δεν θα καταφέρουμε να αποτρέψουμε για πολύ έναν ορυμαγδό αρνητικών επιπτώσεων, που το πιθανότερο είναι να μας επιβάλουν να αναζητήσουμε άλλη γη για να ζήσουμε στο άμεσο μέλλον. Τα δεδομένα δεν είναι υπέρ μας και οι θιασώτες των συμβιβασμών ίσως κάπου να έχουν δίκιο όταν μιλούν για έναν «έντιμο συμβιβασμό». Όμως, δυστυχώς, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πολιτικά τη βιωσιμότητα του συμβιβασμού. Οι όροι που θέτουν οι Τούρκοι για τον συμβιβασμό είναι επαχθείς. Θέλουν να επιβάλουν τοτουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο ως ρυθμιστή της τύχης όλης της Κύπρου. Με αυτούς τους όρους, λοιπόν, εκλείπει οποιαδήποτε πιθανότητα ενός έντιμου συμβιβασμού, αφού η μόνη προοπτική που μας προβάλλεται είναι αυτή της προτεκτορατοποίησης κατ’ αρχάς και της πλήρους τουρκοποίησης στη συνέχεια. Ας έρθουμε τώρα να εξετάσουμε τα δεδομένα της δικής μας στρατηγικής. Τα όρια της στρατηγικής του ’74 Ο Δημήτρης Χριστόφιας κινήθηκε στα πλαίσια μιας στρατηγικής, της οποίας το βασικό περίγραμμα παραμένει το ίδιο από το 1974. Η στρατηγική αυτή δεν άλλαξε ούτε όταν τα δεδομένα μεταβλήθηκαν άρδην, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία μπήκε στην Ε.Ε. αποκτώντας εκ των πραγμάτων ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Δυστυχώς, η στρατηγική αυτή γίνεται ακόμα αποδεκτή από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο (και ταυτόχρονα βολεύει τους Έλληνες πολιτικούς). Από τον ανεκδιήγητο κ.Αναστασιάδη και τον ΔΗΣΥ μέχρι τα συγκυβερνώντα κόμματα, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ, που μπορεί στην παρούσα φάση να ηχορυπαίνουν φωνασκώντας ανερυθρίαστα, αλλά δεν τολμούν να πάρουν καμιά τελεσίδικη απόφαση. Ξεκινήσαμε αποδεχόμενοι–κακώς– την ομοσπονδία και, με τις τουρκικές υπαναχωρήσεις και μεθοδεύσεις, φτάσαμε να συζητάμε αυτοκτονικά παράγωγά της. Όμως, με την αποτυχία του κ. Χριστόφια, βλέπουμε ότι κλείνει ένας κύκλος. Ο κ. Χριστόφιας πέτυχε κάτι που και ο ίδιος δεν το πιστεύει, ούτε μπορεί πλέον να το διαχειριστεί αποτελεσματικά. Αφού ακολούθησε το «Δώστα όλα, Χριστόφια» και δεν απέδωσε, κατάφερε να αποκαλύψει πραγματικά αυτό που έλεγε κάποια στιγμή στην αρχή της θητείας του, όταν έμπαινε στη διαδικασία του διαλόγου: Να αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπο της Τουρκίας. Μόνο που ευελπιστούσε αυτό να το αποκαλύψει στις ξένες εμπλεκόμενες με το Κυπριακό δυνάμεις και στη διεθνή κοινή γνώμη. Δυστυχώς, όμως, στις διεθνείς σχέσεις, η ηθική δεν παίζει τον ρόλο που όλοι οι αδύναμοι της διεθνούς σκακιέρας θα θέλαμε, αλλά η ισχύς και η γεωπολιτική αξία είναι οι μόνες σταθερές παράμετροι που διαμορφώνουν πολιτικές. Αυτό που έγινε ήταν να αποκαλυφθεί και στους πιο καχύποπτους και αφελείς φίλους των Τουρκοκυπρίων, στο εσωτερικό της Κύπρου και της Ελλάδας, ο ρόλος και οι στοχεύσεις της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι η στρατηγική του 1974 έφτασε στα όριά της και τα ξεπέρασε. Στο εσωτερικό αυτού του φάσματος, παρακολουθήσαμε για χρόνια να αντιπαλεύουν δύο τάσεις. Από τη μια ήταν οι απορριπτικοί και από την άλλη οι ενδοτικοί. Την τελευταία πενταετία, παρακολουθήσαμε να αποτυγχάνουν και τα δύο άκρα αυτής της στρατηγικής. Από τη μια λοιπόν είδαμε να ασφυκτιά αλλά να μην τολμά να κάνει μια υπέρβαση η πιο πατριωτική πλευρά των απορριπτικών, που συντασσόταν πίσω από τον εκλιπόντα πρόεδρο Παπαδόπουλο. Από την άλλη, το χλιαρότερο άκρο των ενδοτικών, που εκφράστηκε από τον πρόεδρο Χριστόφια στην εξουσία, τις ενδοτικές πτέρυγες του ΔΗΚΟ-ΕΔΕΚ στη συγκυβέρνηση και τον κ.Αναστασιάδη ως ένθερμο χειροκροτητή να συνυπογράφει, ενώ τα έδωσε όλα προσδοκώντας σ’ έναν «έντιμο συμβιβασμό», βλέπουμε ότι απέτυχε παταγωδώς να παραγάγει οποιοδήποτε αποτέλεσμα! Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι δεν εξαρτάται από τις όποιες και όσες δικές μας υποχωρήσεις η επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Τι να κάνουμε; Πιστεύουμε ότι έφτασε ο καιρός να απεμπλακούμε από τη στρατηγική του 1974. Πρέπει, σε πρώτη φάση, να αποχωρήσουμε από τις συνομιλίες οι οποίες, καλλιεργώντας την εικόνα μιας ψευδεπίγραφης προόδου, το μόνο που εξυπηρετούν είναι τους επικοινωνιακούςσχεδιαστές της τουρκικής πλευράς. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναιρέσουμε όλες τιςυποχωρήσεις που κάναμε από το 1974 μέχρι σήμερα. Να θέσουμε το πρόβλημα ως ζήτημα εισβολής-κατοχής-εποικισμού και απελευθέρωσης. Τίθεται βέβαια τοθέμα του ποιος θα επωμισθεί το επικοινωνιακό βάρος μιας τέτοιας ενέργειας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι μετριασμού των πιθανών επιπτώσεων. Το αμέσως επόμενο διάστημα, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε το ευρωπαϊκό χαρτί μας. Προβλέποντας οι Τούρκοι διπλωμάτες μια στροφή μας προς την Ευρώπη, αρχίζουν το τελευταίο διάστημα μια προσπάθεια μπλοκαρίσματος μιας πιθανής ευρωπαϊκής ανακίνησης του θέματος. «Επικρατεί η πεποίθηση ότι η εμπλοκή της Ε.Ε. περιπλέκει περαιτέρω τοΚυπριακό». Η παραπάνω διευκρίνιση μάς προϊδεάζει για μια νέα τουρκική γραμμή στο Κυπριακό η οποία θα βασίζεται στον ισχυρισμό ότι οι Βρυξέλλες ευθύνονται για την έλλειψη νομίμου καθεστώτος σ’ ένα κομμάτι της Κύπρου και φυσικά για το οικονομικό αδιέξοδο των Τουρκοκυπρίων. Το απόσπασμα από τη συνέντευξη του Τούρκου ΥΠΕΞ Αχμέτ Νταβούτογλου είναι ενδεικτικό. Αργήσαμε τόσο πολύ να εκμεταλλευτούμε τα όποια πλεονεκτήματα θα μας προσέφερε η ένταξή μας στην Ε.Ε. ώστε οι Τούρκοι τώρα προσπαθούν, αφού το πεδίο είναι ελεύθερο, να το εκμεταλλευτούν αυτοί. Λέει λοιπόν ο Νταβούτογλου: «Μια χώρα η οποία έχει προβλήματα συνόρων (!!!) (τα θαυμαστικά είναι δικά μας) δεν θα έπρεπε να είχε ενταχθεί στην Ε.Ε. Η Ένωση, με την αποδοχή της πλήρους ένταξης της Ε/Κ πλευράς, καταπάτησε τη βασική αρχή της. Παράλληλα είδαμε και τα αποτελέσματα της μη εκπλήρωσης των υποσχέσεων της Ε.Ε. προς την τουρκική πλευρά. Βλέπουμε επίσης ότι η μονομερής ένταξη των Ε/Κ στην Ε.Ε. αντιβαίνει στα στρατηγικά συμφέροντα της Ένωσης»6. Παρακολουθούμε λοιπόν την τουρκική διπλωματία να προσπαθεί να αντιστρέψει τους όρους, να παρουσιάσει τους Τ/Κ ως θύματα, πράγμα που της επιτρέπει να κινείται επιθετικά. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική πλευρά εξακολουθεί στα ευρωπαϊκά να ακολουθεί την αδιέξοδη πολιτική της «εξημέρωσης του θηρίου», αντί να μαρκάρει ασφυκτικά τη φιλοδοξία της Τουρκίαςνα γίνει μέλος της Ε.Ε. Ο κόσμος μεταβάλλεται άρδην, νέοι παίκτες αναδύονται διεθνώς και αντί να εκμεταλλευτούμε προς όφελός μας αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές, εμμένουμε σε μια «μονογαμική σχέση» με τις ΗΠΑ. Στην εξίσωση ΗΠΑ-Τουρκία-Ελλάδα, οι ΗΠΑ προτιμούν την Τουρκία. Εμείς τι κάνουμε; Πώς αξιοποιούμε τη γεωπολιτική θέση του ελληνικού χώρου; Ποιες νέες συμμαχίες επιδιώκουμε; Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο στη Μέση Ανατολή, αξιοποιώντας τις παραδοσιακά καλές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, ακόμα και αν οι συμφωνίες Τουρκίας–Συρίας φαίνεται ότι προχωρούν. Δεν πρόκειται, πιστεύουμε, παρά για μια πρόσκαιρη λυκοφιλία. Ελευθερία χειρισμών στους Τούρκους αφήσαμε και στο θέμα των ρωσο-τουρκικών σχέσεων. Η Ρωσία ξαναστέκεται στα πόδια της και η προσέγγισή της προς το παρόν με τη νεο-οθωμανική Τουρκία προχωράει. Πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν οι πρόσφατες συμφωνίες όμως; Άμεση προτεραιότητα της Ρωσίας είναι η επαναδιείσδυσή της στις χώρες της παλιάς της επιρροής και εδώ, σε σχέση μ’ εμάς, μπαίνει το «ζήτημα του αντίδοτου», αφού η Τουρκία έχει βλέψεις επιρροής προς τον Καύκασο. «Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να καταλάβουμε ότι, βοηθώντας τους Ρώσους να ξαναεδραιωθούν στον Καύκασο, όχι μόνο δεν βλάπτουμε τα συμφέροντά μας, αλλά αντιθέτως τα προωθούμε, δημιουργώντας στο ανατολικό μέτωπο της Τουρκίας περισπασμούς που θα μπορούσαν να περιορίσουν τον τυχοδιωκτισμό της στη Μεσόγειο»7. Ακόμα και στον βαλκανικό μας περίγυρο αφήσαμε την πρωτοβουλία στην Τουρκία, η οποία βέβαια έχει σχέδια. Ας θυμηθούμε τι είπε ο Νταβούτογλου πρόσφατα στο Σαράγεβο για τα «νεο-οθωμανικά Βαλκάνια». Οι δεσμοί μας με τις βαλκανικές χώρες πρέπει να ενδυναμωθούν και να αναβαθμιστούν, αναδεικνύοντας ένα βαλκανικό μέτωπο ως αντιστάθμισμα στην τουρκική θεομηνία. Το βασικότερο όμως ζήτημα που θα πρέπει η Ελλάδα και η Κύπρος να επαναδιαπραγματευτούν είναι η μεταξύ τους σχέση, σε συνάρτηση με μια αποτρεπτική στρατηγική μακράς πνοής. Μετά την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε.,η επίσημη Ελλάδα αισθάνθηκε ότι ξεπλήρωσε το χρέος που της προκαλούσαν οι ενοχές της τραγωδίας του 1974 και απομακρύνθηκε από την Κύπρο, προς μεγάλη ανακούφιση της Τουρκίας. Ολέθριο λάθος: η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο, και αντίστροφα, δεν έχουνε περιθώρια βιωσιμότητας. Η άμεση επανεμπλοκή της Ελλάδαςστο Κυπριακό και η σύνδεσή του με τα ελληνοτουρκικά, το θέμα του Αιγαίου και της Θράκης, αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου θα πρέπει όχι μόνον να επανενεργοποιηθεί και να αναβαθμιστεί ποιοτικά με νέα οπλικά συστήματα, αλλά να αλλάξει μορφή και να συμπεριλάβει μαζικά όλους τους πολίτες-οπλίτες. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όσο εξορκίζουμε τον πόλεμο, τόσο αυτός ετοιμάζεται να μας κτυπήσει την πόρτα. Ας θυμηθούμε από τον Θουκυδίδη τον διάλογο Αθηναίων-Μηλίων. Ακόμα και αν επιδιώκουμε ένα έντιμο συμβιβασμό, θα πρέπει να έχουμε την ισχύ να τον διαπραγματευτούμε. Οκαθηγητής Παναγιώτης Κονδύλης έχει απόλυτο δίκαιο όταν λέει ότι, «μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας, η ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια πολεμοχαρής διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας “αμυντικό δόγμα”, εννοεί ότι, φοβούμενη μήπως εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και των συμμάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέμου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και το πλεονέκτημα του πρώτου (μαζικού) πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει μόνη της και εκ προοιμίου την καταδίκη της»8. Μόνο λοιπόν αν αλλάξει η στρατηγική ατζέντα μας απέναντι στην Τουρκία και ταυτόχρονα κινηθούμε πολιτικο-διπλωματικά, ενισχύοντας τη διεθνή θέση της Ελλάδας και της Κύπρου, μόνο αν «επανεθνικοποιήσουμε» το Κυπριακό και αναπτύξουμε τη στρατιωτική μας ισχύ σε τέτοιο βαθμό που ο εχθρός να τρέμει στην ιδέα ότι μπορούμε να επιχειρήσουμε εναντίον του ένα νικηφόρο πρώτο μαζικό πλήγμα, υπάρχει περίπτωση να επιζήσουμε εθνικά και βιολογικά. «Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητη, γιατί, στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα (και την Κύπρο), έχει προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απολεσθεί έδαφος, με την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό δυνάμεων θα εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και θα μας επιτρέψουν να πάρουμε μια ιστορική ανάσα. Αν όμως απολεσθεί έδαφος στο προσεχές διάστημα, οι απώλειες θα είναι ανεπανόρθωτες και πιθανότατα μοιραίες»9. *Το κείμενογράφτηκε πριν την αποχώρηση της ΕΔΕΚ από τον κυβερνητικό συνασπισμό **ΟΣάββας Μαστραππάς σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναιπρόσφυγας από τη Λάπηθο.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ1. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία,11-1-2010, σελ. 4-6, άρθρο της Κύρας Αδάμ.2. Ο δυστυχής στην κυπριακή διάλεκτο.3. Περιοδικό Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, τεύχος 55, Ιωάννης Θ.Μάζης «Ο δρ. Νταβούτογλου, ο νεο-οθωμανισμός και η Κύπρος», σελ. 149.4.Όπ.π. σελ. 155, περιοδικό Τετράδια.5. Νεο-οθωμανισμός, επιμέλεια Γ.Καραμπελιάς, Εναλλακτικές εκδόσεις, σελ. 406. www. anixneuseis.gr, Συνέντευξη Νταβούτογλου για το Κυπριακό 13/1/2010.7. Βασίλειος Μαρκεζίνης, Σκιές από την Αμερική, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 192.8. Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 396-397.9. Όπ.π., Κονδύλης, σελ. 409*.